καταμύνομαι: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_14)
(Bailly1_3)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατᾰμύνομαι''': μέσ., ἐκδικοῦμαί τινα ἀμυνόμενος, κατημύναντο καὶ δίκας ἀπῄτησαν Αἰλ. π. Ζ. 5. 11.
|lstext='''κατᾰμύνομαι''': μέσ., ἐκδικοῦμαί τινα ἀμυνόμενος, κατημύναντο καὶ δίκας ἀπῄτησαν Αἰλ. π. Ζ. 5. 11.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> κατημυνάμην;<br />se venger de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], ἀμύνομαι.
}}
}}