κακιστέος: Difference between revisions

From LSJ

Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut

Menander, Monostichoi, 525
(6_4)
 
(Bailly1_3)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κᾰκιστέος''': -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν δεῖ κακίζειν, Κλήμ. Ἀλ. 343. ΙΙ. κακιστέον, δεῖ κακίζειν, [[μετὰ]] αἰτ., Εὐρ. Ι. Α. 105.
|lstext='''κᾰκιστέος''': -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν δεῖ κακίζειν, Κλήμ. Ἀλ. 343. ΙΙ. κακιστέον, δεῖ κακίζειν, [[μετὰ]] αἰτ., Εὐρ. Ι. Α. 105.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[κακίζω]] ; <i>au neutre</i> κακιστέον ([[ἐστί]]), on (ne) doit (pas) abandonner par lâcheté, acc..
}}
}}

Revision as of 19:55, 9 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκιστέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν δεῖ κακίζειν, Κλήμ. Ἀλ. 343. ΙΙ. κακιστέον, δεῖ κακίζειν, μετὰ αἰτ., Εὐρ. Ι. Α. 105.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de κακίζω ; au neutre κακιστέον (ἐστί), on (ne) doit (pas) abandonner par lâcheté, acc..