3,274,919
edits
(6_15) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μάνδᾰλος''': ὁ, ὡς καὶ νῦν, = [[βάλανος]] ΙΙ. 3, Ἀρτεμίδ. 2. 10· - [[ἐντεῦθεν]] μανδᾰλόω, Ἡσύχ. ἐν λέξει τυλαρώσας: - [[ἐντεῦθεν]] [[πάλιν]] μανδᾰλωτός, ή, όν, «μανδαλωμένος», ἠσφαλισμένος, [[φίλημα]] μ., [[φίλημα]] γινόμενον μὲ τὴν γλῶσσαν προέχουσαν, ἀκόλαστον [[φίλημα]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 132· [[ὅθεν]]: [[μέλος]]... κατεγλωττισμένον καὶ μανδαλ. Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτέρῳ· πρβλ. ἐπιμανδαλωτός. | |lstext='''μάνδᾰλος''': ὁ, ὡς καὶ νῦν, = [[βάλανος]] ΙΙ. 3, Ἀρτεμίδ. 2. 10· - [[ἐντεῦθεν]] μανδᾰλόω, Ἡσύχ. ἐν λέξει τυλαρώσας: - [[ἐντεῦθεν]] [[πάλιν]] μανδᾰλωτός, ή, όν, «μανδαλωμένος», ἠσφαλισμένος, [[φίλημα]] μ., [[φίλημα]] γινόμενον μὲ τὴν γλῶσσαν προέχουσαν, ἀκόλαστον [[φίλημα]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 132· [[ὅθεν]]: [[μέλος]]... κατεγλωττισμένον καὶ μανδαλ. Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτέρῳ· πρβλ. ἐπιμανδαλωτός. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />verrou.<br />'''Étymologie:''' DELG terme techn., sans étym. | |||
}} | }} |