μάνδαλος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_15)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μάνδᾰλος''': ὁ, ὡς καὶ νῦν, = [[βάλανος]] ΙΙ. 3, Ἀρτεμίδ. 2. 10· - [[ἐντεῦθεν]] μανδᾰλόω, Ἡσύχ. ἐν λέξει τυλαρώσας: - [[ἐντεῦθεν]] [[πάλιν]] μανδᾰλωτός, ή, όν, «μανδαλωμένος», ἠσφαλισμένος, [[φίλημα]] μ., [[φίλημα]] γινόμενον μὲ τὴν γλῶσσαν προέχουσαν, ἀκόλαστον [[φίλημα]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 132· [[ὅθεν]]: [[μέλος]]... κατεγλωττισμένον καὶ μανδαλ. Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτέρῳ· πρβλ. ἐπιμανδαλωτός.
|lstext='''μάνδᾰλος''': ὁ, ὡς καὶ νῦν, = [[βάλανος]] ΙΙ. 3, Ἀρτεμίδ. 2. 10· - [[ἐντεῦθεν]] μανδᾰλόω, Ἡσύχ. ἐν λέξει τυλαρώσας: - [[ἐντεῦθεν]] [[πάλιν]] μανδᾰλωτός, ή, όν, «μανδαλωμένος», ἠσφαλισμένος, [[φίλημα]] μ., [[φίλημα]] γινόμενον μὲ τὴν γλῶσσαν προέχουσαν, ἀκόλαστον [[φίλημα]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 132· [[ὅθεν]]: [[μέλος]]... κατεγλωττισμένον καὶ μανδαλ. Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτέρῳ· πρβλ. ἐπιμανδαλωτός.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />verrou.<br />'''Étymologie:''' DELG terme techn., sans étym.
}}
}}