μάνδαλος

From LSJ

μέχρι δὲ τούτου θεοῖσι εἰδέναι χάριν → but until that time he should feel gratitude to the gods

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μάνδᾰλος Medium diacritics: μάνδαλος Low diacritics: μάνδαλος Capitals: ΜΑΝΔΑΛΟΣ
Transliteration A: mándalos Transliteration B: mandalos Transliteration C: mandalos Beta Code: ma/ndalos

English (LSJ)

ὁ, = βάλανος II.4, Zeno Med. ap. Erot.s.v. ἄμβην, Artem. 2.10:—hence μανδαλόω, Hsch. s.v. τυλαρώσας; μανδᾰλ-ωτός, ή, όν, with the bolt shot, -τόν· εἶδος φιλήματος, perhaps kiss with the tongue protruded, Phot., cf. Telecl.13: hence, lascivious, μέλος… κατεγλωττισμένον καὶ μ. Ar. Th.132.

German (Pape)

[Seite 91] ὁ, der Thürriegel, Artemid. 11, 10.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
verrou.
Étymologie: DELG terme techn., sans étym.

Russian (Dvoretsky)

μάνδᾰλος:засов или болт (ср. μανδαλωτόν).

Greek (Liddell-Scott)

μάνδᾰλος: ὁ, ὡς καὶ νῦν, = βάλανος ΙΙ. 3, Ἀρτεμίδ. 2. 10· - ἐντεῦθεν μανδᾰλόω, Ἡσύχ. ἐν λέξει τυλαρώσας: - ἐντεῦθεν πάλιν μανδᾰλωτός, ή, όν, «μανδαλωμένος», ἠσφαλισμένος, φίλημα μ., φίλημα γινόμενον μὲ τὴν γλῶσσαν προέχουσαν, ἀκόλαστον φίλημα, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 132· ὅθεν: μέλος... κατεγλωττισμένον καὶ μανδαλ. Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτέρῳ· πρβλ. ἐπιμανδαλωτός.

Greek Monolingual

ο (AM μάνδαλος)
βλ. μάνταλος.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: bolt of a door (Med. ap. Erot., Artem.).
Derivatives: μανδαλώσας shutting (H. s. τυλαρώσας), μανδαλωτός shut with a bolt (com., Phot.), also a lascivious kiss.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Technical word in -αλον (Chantraine Form. 245 f.) without etymology; cf. on μάνδρα. How ἀμάνδαλον = ἀφανές (Alc. Z 81), ἀμανδαλοῖ ἀφανίζει, βλάπτει H. must be semantically connected, is uncertain (cf. s. v.); suggestion in Lewy Fremdw. 114. - See on μανδάκης.

Frisk Etymology German

μάνδαλος: {mándalos}
Grammar: m.
Meaning: Türriegel (Med. ap. Erot., Artem.)
Derivative: mit μανδαλώσας verriegelnd (H. s. τυλαρώσας), μανδαλωτός verriegelt (Kom., Phot.).
Etymology: Technisches Wort auf -αλον (Chantraine Form. 245 f.) ohne Etymologie; vgl. zu μάνδρα. Wie ἀμάνδαλον = ἀφανές (Alk. Z 81), ἀμανδαλοῖ· ἀφανίζει, βλάπτει H. semantisch damit zu verbinden sind, bleibt dunkel (vgl. s. v.); Vorschlag bei Lewy Fremdw. 114.
Page 2,169