3,274,313
edits
(6_14) |
(Bailly1_2) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐννοσίγαιος''': ὁ, Ἐπικ. ἀντὶ ἐνοσίγ-, ὁ σείων τὴν γῆν, ἐπώνυμον τοῦ Ποσειδῶνος παρ’ Ὁμ. ἐν Χειρογρ. [[ἐνίοτε]] ἐνοσίγαιος ὡς ἐν Λουκ. Διΐ τραγῳδῷ 9· [[ἐννοσίγαιος]] ἐν Χρησμ. Σιβυλλ. 1. 187. - Πρβλ. ἔνοσις, ἐνοσίγαιος, [[εἰνοσίφυλλος]]. | |lstext='''ἐννοσίγαιος''': ὁ, Ἐπικ. ἀντὶ ἐνοσίγ-, ὁ σείων τὴν γῆν, ἐπώνυμον τοῦ Ποσειδῶνος παρ’ Ὁμ. ἐν Χειρογρ. [[ἐνίοτε]] ἐνοσίγαιος ὡς ἐν Λουκ. Διΐ τραγῳδῷ 9· [[ἐννοσίγαιος]] ἐν Χρησμ. Σιβυλλ. 1. 187. - Πρβλ. ἔνοσις, ἐνοσίγαιος, [[εἰνοσίφυλλος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />celui qui ébranle la terre (Poséidon) ; <i>abs.</i> le dieu qui ébranle la terre.<br />'''Étymologie:''' *ἐνέθω, [[γαῖα]]. | |||
}} | }} |