Anonymous

ἐννοσίγαιος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_14)
(Bailly1_2)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐννοσίγαιος''': ὁ, Ἐπικ. ἀντὶ ἐνοσίγ-, ὁ σείων τὴν γῆν, ἐπώνυμον τοῦ Ποσειδῶνος παρ’ Ὁμ. ἐν Χειρογρ. [[ἐνίοτε]] ἐνοσίγαιος ὡς ἐν Λουκ. Διΐ τραγῳδῷ 9· [[ἐννοσίγαιος]] ἐν Χρησμ. Σιβυλλ. 1. 187. - Πρβλ. ἔνοσις, ἐνοσίγαιος, [[εἰνοσίφυλλος]].
|lstext='''ἐννοσίγαιος''': ὁ, Ἐπικ. ἀντὶ ἐνοσίγ-, ὁ σείων τὴν γῆν, ἐπώνυμον τοῦ Ποσειδῶνος παρ’ Ὁμ. ἐν Χειρογρ. [[ἐνίοτε]] ἐνοσίγαιος ὡς ἐν Λουκ. Διΐ τραγῳδῷ 9· [[ἐννοσίγαιος]] ἐν Χρησμ. Σιβυλλ. 1. 187. - Πρβλ. ἔνοσις, ἐνοσίγαιος, [[εἰνοσίφυλλος]].
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />celui qui ébranle la terre (Poséidon) ; <i>abs.</i> le dieu qui ébranle la terre.<br />'''Étymologie:''' *ἐνέθω, [[γαῖα]].
}}
}}