ἐπίσπορος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_18)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίσπορος''': -ον, ὁ κατόπιν σπαρείς, οἱ ἐπίσποροι, οἱ [[μετέπειτα]], οἱ ἀπόγονοι, Αἰσχύλ. Εὐμ. 673· τὰ ἐπ., λάχανα σπειρόμενα διὰ ὄψιμον συγκομιδήν, τὰ καλούμενα ἐπίσπορα· [[ταῦτα]] δ’ ἐστὶ τεύτλιον, [[θριδακίνη]], [[εὔζωμον]], [[λάπαθον]], κτλ., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 1, 2.
|lstext='''ἐπίσπορος''': -ον, ὁ κατόπιν σπαρείς, οἱ ἐπίσποροι, οἱ [[μετέπειτα]], οἱ ἀπόγονοι, Αἰσχύλ. Εὐμ. 673· τὰ ἐπ., λάχανα σπειρόμενα διὰ ὄψιμον συγκομιδήν, τὰ καλούμενα ἐπίσπορα· [[ταῦτα]] δ’ ἐστὶ τεύτλιον, [[θριδακίνη]], [[εὔζωμον]], [[λάπαθον]], κτλ., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 1, 2.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />semé postérieurement ; <i>fig.</i> [[οἱ]] ἐπίσποροι ESCHL les descendants.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπισπείρω]].
}}
}}