εὐδιεινός: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_10)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐδιεινός''': -ή, -όν, = [[εὔδιος]], χειμὼν Ἱππ. Ἀφ. 1247˙ [[γαλήνη]] Πλάτ. Νόμ. 919 Α˙ τροπαὶ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 8, 9˙ ὁ ζέφυρος ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 26. 31, κτλ.˙ ἐπὶ τόπων, ἐν εὐδιεινοῖς, ἐν τόποις πεφυλαγμένοις ἀπὸ τῶν ἀτμοσφαιρικῶν ματαβολῶν, Ξεν. Κυν. 5. 9, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 16, 7. - Ἐπίρρ. -νῶς, Ἱππ. 25. 15. - Πρβλ. [[εὐδεινός]].
|lstext='''εὐδιεινός''': -ή, -όν, = [[εὔδιος]], χειμὼν Ἱππ. Ἀφ. 1247˙ [[γαλήνη]] Πλάτ. Νόμ. 919 Α˙ τροπαὶ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 8, 9˙ ὁ ζέφυρος ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 26. 31, κτλ.˙ ἐπὶ τόπων, ἐν εὐδιεινοῖς, ἐν τόποις πεφυλαγμένοις ἀπὸ τῶν ἀτμοσφαιρικῶν ματαβολῶν, Ξεν. Κυν. 5. 9, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 16, 7. - Ἐπίρρ. -νῶς, Ἱππ. 25. 15. - Πρβλ. [[εὐδεινός]].
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />calme, tranquille, serein ; <i>particul.</i> à l’abri du vent <i>ou</i> du mauvais temps ; abrité ; tiède, chaud.<br />'''Étymologie:''' [[εὐδία]].
}}
}}