εὐδιεινός
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
εὐδιεινή, εὐδιεινόν, = εὔδιος, χειμών Hp.Aph.3.12 (v.l.), Plu.in Arat.7 (Comp.); γαλήνη Pl.Lg.919a; τροπαί Arist.HA542b5; ὁ ζέφυρος Id.Pr.943b21, etc.; ἐν εὐδιεινοῖς in sheltered spots, X.Cyn.5.9, Arist.HA 548b21, cf.Mete.347a23 (Comp.), Thphr. HP 3.2.5. Adv. εὐδιεινῶς = calmly, gently, ἱλαρῶς καὶ εὐ. παρακελεύειν Hp.Decent.16; later contr. εὐδεινός (q.v.).
German (Pape)
[Seite 1062] = εὔδιος, γαλήνη, heitere Ruhe, Plat. Legg. XI, 919 a; nach VLL. hießen die Tage, in welchen der Eisvogel brütet, εὐδιειναί, vgl. Schol. Ar. Av. 251; so τροπαί, ἔτος, Arist. H. A. 5, 8. 6, 15; χώρα, ein dem Winde nicht ausgesetztes, Strab., wie τόποι εὐδ., den χειμερινοί entgegengesetzt, Arist. meteor. 10, 12; u. den προσήνεμοι, Theophr.; bei Xen. Cyn. 5, 9, ποιούμενος εὐνήν, ὅταν μὲν ᾖ ψύχη, ἐν εὐδιεινοῖς, windstill, Andere erkl. warm. – Adv. übertr., εὐδιεινῶς καὶ ἱλαρῶς, Hippocr.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
calme, tranquille, serein ; particul. à l'abri du vent ou du mauvais temps ; abrité ; tiède, chaud.
Étymologie: εὐδία.
Russian (Dvoretsky)
εὐδιεινός:
1 спокойный, тихий, ясный (γαλήνη Plat.);
2 мягкий, теплый (ζέφυρος Arst.);
3 укрытый от ветра, подветренный (τόποι Arst.): ἐν εὐδιεινοῖς Xen., Arst. в укрытых от ветра местах;
4 предвещающий ясную погоду (σημεῖον Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐδιεινός: -ή, -όν, = εὔδιος, χειμὼν Ἱππ. Ἀφ. 1247· γαλήνη Πλάτ. Νόμ. 919 Α· τροπαὶ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 8, 9· ὁ ζέφυρος ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 26. 31, κτλ.· ἐπὶ τόπων, ἐν εὐδιεινοῖς, ἐν τόποις πεφυλαγμένοις ἀπὸ τῶν ἀτμοσφαιρικῶν ματαβολῶν, Ξεν. Κυν. 5. 9, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 16, 7. - Ἐπίρρ. -νῶς, Ἱππ. 25. 15. - Πρβλ. εὐδεινός.
Greek Monolingual
εὐδιεινός, -ή, -όν (ΑΜ, Α και εὐδ(ε)ινός, -ή, -όν)
1. εύδιος («εὐδιεινὴν γαλήνην παρασχών», Πλάτ.)
2. (για τόπο) αυτός που προφυλάσσεται από τις καιρικές μεταβολές («ἐν εὐδιεινοῖς» — σε απάνεμα μέρη, Ξεν.).
επίρρ...
εὐδιεινῶς (Α)
με πραότητα, ήσυχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευδία + επίθημα -εινος, κατά τα φα-εινός, αλε-εινός. Ο τ. ευδεινός είναι μτγν.].
Greek Monotonic
εὐδιεινός: -ή, -όν, = εὔδιος, σε Πλάτ.· ἐν εὐδιεινοῖς, σε προφυλαγμένα σημεία, σε ασφαλείς τόπους, σε Ξεν.
Middle Liddell
εὐδιεινός, ή, όν = εὔδιος
Plat.; ἐν εὐδιεινοῖς in sheltered spots, Xen.