εὐώδης: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_7)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐώδης''': -ες, (ὄζω, [[ὄδωδα]]) ὡς καὶ νῦν, ἔχων καλὴν ὀσμήν, [[εὔοσμος]], [[πλήρης]] εὐωδίας, ἀντίθετον τῷ [[δυσώδης]], ἐν θαλάμῳ εὐώδεϊ Ἰλ. Γ. 382· εὐῶδες [[ἔλαιον]] Ὀδ. Β. 339· [[εὐώδης]] [[κυπάρισσος]] Ε. 64· εὐωδέστατος Ἡρόδ. 3. 112· ἀκολούθως παρὰ Πινδ., παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς καὶ πεζολόγοις· - τὸ εὐῶδες = [[εὐωδία]], Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 9, 11· εὐῶδες ὄζειν ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 12. 3.
|lstext='''εὐώδης''': -ες, (ὄζω, [[ὄδωδα]]) ὡς καὶ νῦν, ἔχων καλὴν ὀσμήν, [[εὔοσμος]], [[πλήρης]] εὐωδίας, ἀντίθετον τῷ [[δυσώδης]], ἐν θαλάμῳ εὐώδεϊ Ἰλ. Γ. 382· εὐῶδες [[ἔλαιον]] Ὀδ. Β. 339· [[εὐώδης]] [[κυπάρισσος]] Ε. 64· εὐωδέστατος Ἡρόδ. 3. 112· ἀκολούθως παρὰ Πινδ., παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς καὶ πεζολόγοις· - τὸ εὐῶδες = [[εὐωδία]], Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 9, 11· εὐῶδες ὄζειν ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 12. 3.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />qui exhale une odeur agréable, odoriférant;<br /><i>Cp.</i> εὐωδέστερος, <i>Sp.</i> εὐωδέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ὄζω]].
}}
}}