εὐώδης

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐώδης Medium diacritics: εὐώδης Low diacritics: ευώδης Capitals: ΕΥΩΔΗΣ
Transliteration A: euṓdēs Transliteration B: euōdēs Transliteration C: evodis Beta Code: eu)w/dhs

English (LSJ)

εὐῶδες, (ὄδωδα) sweet-smelling, fragrant, suaveolent, having a pleasant scent, ἐν θαλάμῳ εὐώδεϊ Il.3.382; ἔλαιον Od.2.339; κυπάρισσος 5.64: Comp. εὐωδέστερος Pl.Hp.Ma.290e, Arist.Pr.877b25: Sup. εὐωδέστατος Hdt.3.112; ἄδυτον Pi.O.7.32, cf. B.13.40, etc.; ὀδόντες Hp.Mul.2.185; opp. δυσώδης, Arist.de An.421b23; εὐῶδες ὄζειν Id.Pr.906b14; of wines, having a bouquet, PTeb.120.62 (i B. C.), etc. See also: εὔοσμος; Lat. suaveolens, halans.

German (Pape)

[Seite 1111] εὐῶδες, wohlriechend, angenehm duftend, θάλαμος Il. 3, 382, κυπάρισσος Od. 5, 64, ἔλαιον 2, 339; ἄνθος, ἄδυτον Pind. N. 11, 41 Ol. 7, 32; ἐλαίας καρπός Aesch. Pers. 609, φλόξ Ag. 583; κῆποι Ar. Av. 1067; sp. D., wie in Prosa, τόπος Plat. Conv. 196 b; εὐωδέστατος Phaedr. 230 b; – τὸ εὐῶδες, = εὐωδία, Plut. Symp. 4, 1, 3. – Über die Betonung vgl. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 254.

French (Bailly abrégé)

ης, εὐῶδες:
qui exhale une odeur agréable, odoriférant;
Cp. εὐωδέστερος, Sp. εὐωδέστατος.
Étymologie: εὖ, ὄζω.

Russian (Dvoretsky)

εὐώδης: ὄζω благовонный, благоуханный, душистый (θάλαμος, κυπάρισσος Hom.; ἄνθος Pind.; ἐλαίας καρπός Aesch.; κῆποι Arph.; λήδανον Her.; τόπος Plat.; ὀσμή Arst.; φυτά, ἀρώματα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐώδης: εὐῶδες, (ὄζω, ὄδωδα) ὡς καὶ νῦν, ἔχων καλὴν ὀσμήν, εὔοσμος, πλήρης εὐωδίας, ἀντίθετον τῷ δυσώδης, ἐν θαλάμῳ εὐώδεϊ Ἰλ. Γ. 382· εὐῶδες ἔλαιον Ὀδ. Β. 339· εὐώδης κυπάρισσος Ε. 64· εὐωδέστατος Ἡρόδ. 3. 112· ἀκολούθως παρὰ Πινδ., παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς καὶ πεζολόγοις· - τὸ εὐῶδες = εὐωδία, Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 9, 11· εὐῶδες ὄζειν ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 12. 3.

English (Autenrieth)

ες (ὄζω, ὄδωδα): sweet-smelling, fragrant.

English (Slater)

εὐώδης sweet smelling εὐώδεος ἐξ ἀδύτου (O. 7.32) δένδρεά τ' οὐκ ἐθέλει πάσαις ἐτέων περόδοις ἄνθος εὐῶδες φέρειν πλούτῳ ἴσον (N. 11.41)

Spanish

oloroso

Greek Monolingual

-ες (ΑΜ εὐώδης, εὐῶδες)
αυτός που αποπνέει ευχάριστη μυρωδιά, εύοσμος, μυρωδάτος, μοσχομυρισμένος («εὐῶδες ἔλαιον», Ομ. Ιλ.).
επίρρ...
εὐωδῶς (Μ)
με ωραία, γλυκιά μυρωδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ωδης (< όζω < όδ-) τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη βαθμίδα ωδ- της ρίζας οδ- (οδ-μή > οσμή), πρβλ. δυσώδης. Από τέτοια σύνθετα προήλθε η παραγωγική κατάληξη -ώδης (πρβλ. αιματώδης, ζοφώδης)].

Greek Monotonic

εὐώδης: εὐῶδες (ὄδωδα), αυτός που έχει γλυκιά μυρωδιά, ευωδιαστός, αρωματικός, σε Όμηρ. κ.λπ.· εὐωδέστατος, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

εὐ-ώδης, εὐῶδες ὄδωδα
sweet-smelling, fragrant, Hom., etc.; εὐωδέστατος Hdt.

English (Woodhouse)

fragrant, sweet-smelling

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=εὐωδιαστός). Ἀπό το εὖ + ὄδωδα τοῦ ὄζω (=μυρίζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Léxico de magia

-ες oloroso de un vino ἀναλάμβανε οἴνῳ εὐώδει πάντα ἴσα mezcla todo a partes iguales con vino oloroso P IV 1837