3,258,334
edits
(6_2) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ζηλοτῠπέω''': [[ζηλεύω]] τινά, μετ’ αἰτ., ζηλοτυπῶν με καὶ φθονῶν Πλάτ. Συμπ. 213D˙ τὴν αὑτοῦ γυναῖκα Ἀθήν. 532A˙ ζ. δούλην ἐπὶ τῷ ἀνδρί, ὡς πρὸς τὸν ἄνδρα αὐτῆς, Πλούτ. 2. 267D˙ [[μετὰ]] δοτ., ζηλοτ. τινὶ ἐπαινουμένῳ Δημ. Φαλ. 292. 2) φθονῶ, εἶμαι [[ζηλότυπος]], «[[ζηλεύω]]», Κικ. Ἀττ. 13. 13, ἐν τῷ παθ. ΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγμ., θεωρῶ τι [[μετὰ]] ζηλοτύπου θυμοῦ, Αἰσχίν. 9. 4. 2) προσποιοῦμαι, ὑποκρίνομαι, [[κάθαρμα]] ζηλοτυποῦν ἀρετὴν ὁ αὐτ. 84. 15. - Παθ., ἡ ζηλοτυπουμένη τυραννὶς Πλούτ. Ἀράτ. 25. 3) εἶμαι ζηλωτὴς ὑπέρ τινος, τὴν ἀλήθειαν Ἐκκλ. | |lstext='''ζηλοτῠπέω''': [[ζηλεύω]] τινά, μετ’ αἰτ., ζηλοτυπῶν με καὶ φθονῶν Πλάτ. Συμπ. 213D˙ τὴν αὑτοῦ γυναῖκα Ἀθήν. 532A˙ ζ. δούλην ἐπὶ τῷ ἀνδρί, ὡς πρὸς τὸν ἄνδρα αὐτῆς, Πλούτ. 2. 267D˙ [[μετὰ]] δοτ., ζηλοτ. τινὶ ἐπαινουμένῳ Δημ. Φαλ. 292. 2) φθονῶ, εἶμαι [[ζηλότυπος]], «[[ζηλεύω]]», Κικ. Ἀττ. 13. 13, ἐν τῷ παθ. ΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγμ., θεωρῶ τι [[μετὰ]] ζηλοτύπου θυμοῦ, Αἰσχίν. 9. 4. 2) προσποιοῦμαι, ὑποκρίνομαι, [[κάθαρμα]] ζηλοτυποῦν ἀρετὴν ὁ αὐτ. 84. 15. - Παθ., ἡ ζηλοτυπουμένη τυραννὶς Πλούτ. Ἀράτ. 25. 3) εἶμαι ζηλωτὴς ὑπέρ τινος, τὴν ἀλήθειαν Ἐκκλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />jalouser, envier, être jaloux de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ζηλότυπος]]. | |||
}} | }} |