κακόκνημος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_6)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κᾰκόκνημος''': Δωρ. -κνᾱμος, ον, ([[κνήμη]]) ἔχων ἀσθενεῖς, λεπτὰς κνήμας, Θεόκρ. 2. 63, Καλλ. ἐν Α. Β. 1188, Ἡσύχ.
|lstext='''κᾰκόκνημος''': Δωρ. -κνᾱμος, ον, ([[κνήμη]]) ἔχων ἀσθενεῖς, λεπτὰς κνήμας, Θεόκρ. 2. 63, Καλλ. ἐν Α. Β. 1188, Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux vilaines jambes.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[κνήμη]].
}}
}}