3,274,216
edits
(6_13b) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατακαυχάομαι''': μέλλ. -ήσομαι, ἀποθ.: - καυχῶμαι [[ἐναντίον]] τινός, [[ὑπερηφανεύομαι]], τινος ἢ κατὰ τινος Ἐπιστ. π. Ρωμ. ια΄, 18, Ἐπιστ. Ἰακ. γ΄, 14· δὲν ἔχω φόβον [[περί]] τινος, τινος [[αὐτόθι]] β΄, 13· κατ. ἔν τινι, [[ὑπερηφανεύομαι]] ἔς τι, Ἑβδ. (Ζαχ. Κ΄, 12). | |lstext='''κατακαυχάομαι''': μέλλ. -ήσομαι, ἀποθ.: - καυχῶμαι [[ἐναντίον]] τινός, [[ὑπερηφανεύομαι]], τινος ἢ κατὰ τινος Ἐπιστ. π. Ρωμ. ια΄, 18, Ἐπιστ. Ἰακ. γ΄, 14· δὲν ἔχω φόβον [[περί]] τινος, τινος [[αὐτόθι]] β΄, 13· κατ. ἔν τινι, [[ὑπερηφανεύομαι]] ἔς τι, Ἑβδ. (Ζαχ. Κ΄, 12). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶμαι;<br />traiter avec hauteur.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[καυχάομαι]]. | |||
}} | }} |