Anonymous

κατακαυχάομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_13b)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατακαυχάομαι''': μέλλ. -ήσομαι, ἀποθ.: - καυχῶμαι [[ἐναντίον]] τινός, [[ὑπερηφανεύομαι]], τινος ἢ κατὰ τινος Ἐπιστ. π. Ρωμ. ια΄, 18, Ἐπιστ. Ἰακ. γ΄, 14· δὲν ἔχω φόβον [[περί]] τινος, τινος [[αὐτόθι]] β΄, 13· κατ. ἔν τινι, [[ὑπερηφανεύομαι]] ἔς τι, Ἑβδ. (Ζαχ. Κ΄, 12).
|lstext='''κατακαυχάομαι''': μέλλ. -ήσομαι, ἀποθ.: - καυχῶμαι [[ἐναντίον]] τινός, [[ὑπερηφανεύομαι]], τινος ἢ κατὰ τινος Ἐπιστ. π. Ρωμ. ια΄, 18, Ἐπιστ. Ἰακ. γ΄, 14· δὲν ἔχω φόβον [[περί]] τινος, τινος [[αὐτόθι]] β΄, 13· κατ. ἔν τινι, [[ὑπερηφανεύομαι]] ἔς τι, Ἑβδ. (Ζαχ. Κ΄, 12).
}}
{{bailly
|btext=-ῶμαι;<br />traiter avec hauteur.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[καυχάομαι]].
}}
}}