καταναγκάζω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατᾰναγκάζω''': ὠθῶν τι μὲ δύναμιν [[ἀναγκάζω]] νὰ ἔλθῃ τι εἰς τὴν θέσιν του, ἰδίως ἐπὶ ἐξηρθρωμένων μελῶν, ἀρθρεμβολῶ· ὁ Γαλην. ἑρμ. «τιθέναι ἐν τῇ οἰκείᾳ χώρᾳ τὸ κινηθὲν [[ὀστοῦν]]», Ἱππ. Ἀγμ. 757, κτλ. ΙΙ. κατανικῶ διὰ δυνάμεως ἢ βίας, κρατῶ, [[περιορίζω]], δεσμοῖς ἦν κατηναγκασμένος Εὐρ. Βάκχ. 643· κ. τὸ [[σῶμα]], [[βασανίζω]], [[ὅπου]] συνάπτεται [[μετὰ]] τοῦ πονεῖν καὶ μοχθεῖν ([[ὅπερ]] ὁ Παῦλος ἐν Ἐπιστ. π. Κορ. Α΄, θ΄, 27 λέγει [[ὑπωπιάζω]] μου τὸ [[σῶμα]] καὶ δουλαγωγῶ) Λουκ. Νεκυομ. 4. 2) [[περιορίζω]], διὰ βίας [[ἐμβάλλω]], τινὰ ἐς ξυμμαχίαν Θουκ. 4, 77· τινὰ [[πρός]] τι Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 6, 11· τινά τι Λουκ. Ὑπὲρ Προσ. Πταισμ. 8· τινὰ ποιεῖν τι Ἰσαῖ. 67, 22· κατηναγκασμένη [[σύνταξις]], ἀναγκαία, Ἀπολλ. π. Συντάξ. σ. 48.
|lstext='''κατᾰναγκάζω''': ὠθῶν τι μὲ δύναμιν [[ἀναγκάζω]] νὰ ἔλθῃ τι εἰς τὴν θέσιν του, ἰδίως ἐπὶ ἐξηρθρωμένων μελῶν, ἀρθρεμβολῶ· ὁ Γαλην. ἑρμ. «τιθέναι ἐν τῇ οἰκείᾳ χώρᾳ τὸ κινηθὲν [[ὀστοῦν]]», Ἱππ. Ἀγμ. 757, κτλ. ΙΙ. κατανικῶ διὰ δυνάμεως ἢ βίας, κρατῶ, [[περιορίζω]], δεσμοῖς ἦν κατηναγκασμένος Εὐρ. Βάκχ. 643· κ. τὸ [[σῶμα]], [[βασανίζω]], [[ὅπου]] συνάπτεται [[μετὰ]] τοῦ πονεῖν καὶ μοχθεῖν ([[ὅπερ]] ὁ Παῦλος ἐν Ἐπιστ. π. Κορ. Α΄, θ΄, 27 λέγει [[ὑπωπιάζω]] μου τὸ [[σῶμα]] καὶ δουλαγωγῶ) Λουκ. Νεκυομ. 4. 2) [[περιορίζω]], διὰ βίας [[ἐμβάλλω]], τινὰ ἐς ξυμμαχίαν Θουκ. 4, 77· τινὰ [[πρός]] τι Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 6, 11· τινά τι Λουκ. Ὑπὲρ Προσ. Πταισμ. 8· τινὰ ποιεῖν τι Ἰσαῖ. 67, 22· κατηναγκασμένη [[σύνταξις]], ἀναγκαία, Ἀπολλ. π. Συντάξ. σ. 48.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> contraindre, forcer;<br /><b>2</b> violenter ; torturer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἀναγκάζω]].
}}
}}