λέπας: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_21)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λέπας''': τό, ([[λέπω]]) [[ἀπόκρημνος]] [[πέτρα]], Σιμων. 117. 1, Αἰσχύλ. Ἀγ. 283, 298, Εὐρ. Φοίν. 24, κ. ἀλλ.· [[ὡσαύτως]] παρὰ Θουκ. 7. 78· ἐν χρήσει μόνον καθ’ ἑνικ. ὀνομ. καὶ αἰτ.
|lstext='''λέπας''': τό, ([[λέπω]]) [[ἀπόκρημνος]] [[πέτρα]], Σιμων. 117. 1, Αἰσχύλ. Ἀγ. 283, 298, Εὐρ. Φοίν. 24, κ. ἀλλ.· [[ὡσαύτως]] παρὰ Θουκ. 7. 78· ἐν χρήσει μόνον καθ’ ἑνικ. ὀνομ. καὶ αἰτ.
}}
{{bailly
|btext=(τό) :<br /><i>seul. nom., voc. et acc. sg.</i><br />roche nue, rocher.<br />'''Étymologie:''' [[λέπω]] -- DELG cf. <i>lat.</i> lapis ?
}}
}}