Anonymous

λέπας: Difference between revisions

From LSJ
909 bytes added ,  29 September 2017
22
(Bailly1_3)
(22)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=(τό) :<br /><i>seul. nom., voc. et acc. sg.</i><br />roche nue, rocher.<br />'''Étymologie:''' [[λέπω]] -- DELG cf. <i>lat.</i> lapis ?
|btext=(τό) :<br /><i>seul. nom., voc. et acc. sg.</i><br />roche nue, rocher.<br />'''Étymologie:''' [[λέπω]] -- DELG cf. <i>lat.</i> lapis ?
}}
{{grml
|mltxt=[[λέπας]], τὸ (Α)<br />[[βουνό]] πετρώδες και [[γυμνό]], [[βράχος]] («ἠερίη Γεράνεια, κακὸν [[λέπας]]», <b>Σιμων.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Συνδέεται με λατ. <i>lapis</i>, -<i>idis</i> «[[πέτρα]]» (το -<i>a</i>- του <i>lapis</i> [[είναι]] δυσερμήνευτο), [[οπότε]] η λ. ανάγεται πιθ. στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>lep</i>- «[[αποσπώ]], [[αφαιρώ]] τον φλοιό» (<b>[[πρβλ]].</b> [[λέπω]]). Υπάρχει και η [[άποψη]] ότι ίσως και οι δύο λέξεις [[είναι]] δάνειες από κάποια μεσογειακή [[γλώσσα]] (<b>[[πρβλ]].</b> ιβηρο-ρωμανικό <i>lapa</i>, με πιθ. σημ. «[[πέτρινος]] [[δίσκος]]»)].
}}
}}