μελεδαίνω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_1)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μελεδαίνω''': ([[μέλω]]) ἐπιμελοῦμαι, [[φροντίζω]], μεριμνῶ [[περί]] τινος, [[μετὰ]] γεν., πενίης θυμοφθόρου οὐ μελεδαίνων Θέογν. 1129· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ., Ἀρχίλ. 7, Θεόκρ. 10. 52, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 8 (Böchk σ. 20)· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ., γῆμαι κακὴν οὐ μελεδαίνει ἐσθλὸς [[ἀνήρ]], ἢν οἱ χρήματα πολλὰ διδῷ Θέογν. 185 οὕτω Λατ. non curare, = detrectare. ΙΙ. [[φροντίζω]] [[περί]] τινος, περιποιοῦμαί τινα, ὡς τὸ [[θεραπεύω]], τοὺς νοσέοντας... μελδαίνειν τε καὶ τρέφειν Ἡρόδ. 8. 115 πρβλ. Ἱππ. 598. 26.
|lstext='''μελεδαίνω''': ([[μέλω]]) ἐπιμελοῦμαι, [[φροντίζω]], μεριμνῶ [[περί]] τινος, [[μετὰ]] γεν., πενίης θυμοφθόρου οὐ μελεδαίνων Θέογν. 1129· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ., Ἀρχίλ. 7, Θεόκρ. 10. 52, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 8 (Böchk σ. 20)· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ., γῆμαι κακὴν οὐ μελεδαίνει ἐσθλὸς [[ἀνήρ]], ἢν οἱ χρήματα πολλὰ διδῷ Θέογν. 185 οὕτω Λατ. non curare, = detrectare. ΙΙ. [[φροντίζω]] [[περί]] τινος, περιποιοῦμαί τινα, ὡς τὸ [[θεραπεύω]], τοὺς νοσέοντας... μελδαίνειν τε καὶ τρέφειν Ἡρόδ. 8. 115 πρβλ. Ἱππ. 598. 26.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> s’inquiéter, se préoccuper : τινός, de qch ; τινά, de qqn;<br /><b>2</b> prendre soin de, soigner : τινά, qqn.<br />'''Étymologie:''' μελέδη.
}}
}}