μελεδαίνω

From LSJ

ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελεδαίνω Medium diacritics: μελεδαίνω Low diacritics: μελεδαίνω Capitals: ΜΕΛΕΔΑΙΝΩ
Transliteration A: meledaínō Transliteration B: meledainō Transliteration C: meledaino Beta Code: meledai/nw

English (LSJ)

(μέλω)
A care for, be cumbered about, c. gen., πενίης Thgn.1129: c. acc., Archil.8, SIG2 (Sigeum, vi B.C.), Theoc.10.52: c. inf., γῆμαι κακὴν οὐ μελεδαίνει ἐσθλὸς ἀνήρ a well-born man does not mind marrying a woman of mean birth, Thgn.185.
II care for, attend upon, μ. τοὺς νοσέοντας Hdt.8.115; τὰς ὑστέρας Hp.Mul.1.17; τὴν ἄνθρωπον Aret.CA2.10.

German (Pape)

[Seite 121] sorgen, sich Sorge machen um Etwas, τινός, z. B. πενίης, Theogn. 1129, der es 185 auch mit dem inf. verbindet, γῆμαι κακὴν οὐ μελεδαίνει ἐσθλὸς ἀνήρ, der gute Mann mag nicht, will nicht eine schlechte Frau heirathen; c. accus.; Theocr. 10, 52; bes. warten, pflegen, τοὺς νοσέοντας μ. καὶ τρέφειν, Her. 8, 115; Hippocr., der auch das pass. braucht.

French (Bailly abrégé)

1 s'inquiéter, se préoccuper : τινός, de qch ; τινά, de qqn;
2 prendre soin de, soigner : τινά, qqn.
Étymologie: μελέδη.

Russian (Dvoretsky)

μελεδαίνω: ухаживать, окружать заботами (τοὺς νοσέοντας Her.): οὐ μ. τινά (τι) Theocr. не обращать внимания на кого(что)-л.

Greek (Liddell-Scott)

μελεδαίνω: (μέλω) ἐπιμελοῦμαι, φροντίζω, μεριμνῶ περί τινος, μετὰ γεν., πενίης θυμοφθόρου οὐ μελεδαίνων Θέογν. 1129· ὡσαύτως μετ’ αἰτ., Ἀρχίλ. 7, Θεόκρ. 10. 52, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 8 (Böchk σ. 20)· ὡσαύτως μετ’ αἰτ., γῆμαι κακὴν οὐ μελεδαίνει ἐσθλὸς ἀνήρ, ἢν οἱ χρήματα πολλὰ διδῷ Θέογν. 185 οὕτω Λατ. non curare, = detrectare. ΙΙ. φροντίζω περί τινος, περιποιοῦμαί τινα, ὡς τὸ θεραπεύω, τοὺς νοσέοντας... μελδαίνειν τε καὶ τρέφειν Ἡρόδ. 8. 115 πρβλ. Ἱππ. 598. 26.

Greek Monolingual

μελεδαίνω (Α) μελεδών
1. μεριμνώ για κάτι, επιμελούμαι κάτι, φροντίζω («ἐμπίομαι, πενίης θυμοφθόρου οὐ μελεδαίνων», Θέογν.)
2. (με απρμφ.) έχω κατά νου, σκοπεύω να κάνω κάτι («γῆμαι δὲ κακὴν κακοῦ οὐ μελεδαίνει ἐσθλὸς ἀνήρ», Θέογν.)
3. θεραπεύω, περιποιούμαι («τοὺς δὲ καὶ νοσέοντας αὐτῶν κατέλειπε, ἐπιτάσσων τῇσι πόλισι... μελεδαίνειν τε καὶ τρέφειν», Ηρόδ.).

Greek Monotonic

μελεδαίνω: (μέλω),·
1. φροντίζω για κάτι, κάποιον, προβληματίζομαι για κάποιο ζήτημα, με γεν., σε Θέογν., Θεόκρ.
2. με αιτ., περιποιούμαι, ασχολούμαι, σε Ηρόδ., Θεόκρ.
3. με απαρ., γῆμαι οὐ μελεδαίνει, δεν ενδιαφέρεται να παντρευτεί, σε Θέογν.

Frisk Etymological English

μελετάω etc.
See also: s. μέλω.

Middle Liddell

μελεδαίνω, μέλω
1. to care for, be cumbered about a thing, c. gen., Theogn., Theocr.
2. c. acc. to tend, attend to, Hdt., Theocr.
3. c. inf., γῆμαι οὐ μελεδαίνει cares not to marry, Theogn.

Frisk Etymology German

μελεδαίνω: μελετάω u. Verw.
{meledaínō}
See also: s. μέλω.
Page 2,200