μαστιγωτέος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_4)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μαστῑγωτέος''': -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[μαστιγόω]], ὃ πρέπει νὰ μαστιγώσῃ τις, [[ἄξιος]] μαστιγώσεως, Ἀριστοφ. Βάτρ. 633.
|lstext='''μαστῑγωτέος''': -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[μαστιγόω]], ὃ πρέπει νὰ μαστιγώσῃ τις, [[ἄξιος]] μαστιγώσεως, Ἀριστοφ. Βάτρ. 633.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qui mérite le fouet.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[μαστιγόω]].
}}
}}