μαστιγωτέος
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
α, ον, ἐστὶ μ. he must be whipped, Ar. Ra.633.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui mérite le fouet.
Étymologie: adj. verb. de μαστιγόω.
Greek (Liddell-Scott)
μαστῑγωτέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ μαστιγόω, ὃ πρέπει νὰ μαστιγώσῃ τις, ἄξιος μαστιγώσεως, Ἀριστοφ. Βάτρ. 633.
Greek Monotonic
μαστῑγωτέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του μαστιγόω, αυτός που του χρειάζεται μαστίγωμα, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
μαστῑγωτέος, η, ον verb. adj. of μαστιγόω
deserving a whipping, Ar.