προσηγορία: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσηγορία''': ἡ, φιλικὸς χαιρετισμός, [[ἀσπασμός]], [[πρόσρησις]], [[προσφώνησις]], Διογ. Λ. 3. 98, Πλούτ. 2. 709Α. ΙΙ. [[ὀνομασία]], Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 303, Δημ. 72. 1, Ἀριστ. Κατηγ. 5, 30, Πολ. 3. 1, 3, ἀλ. 2) παρὰ τοῖς γραμμ., κοινὸν [[ὄνομα]], [[ὄνομα]] προσηγορικόν, nomen appellativum, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ κύριον [[ὄνομα]], n. proprium, Ζήνων παρὰ Διογέν. Λ. 7. 58, Διον. Ἁλ. πρὸς Ἀμμαῖον 2. 11.
|lstext='''προσηγορία''': ἡ, φιλικὸς χαιρετισμός, [[ἀσπασμός]], [[πρόσρησις]], [[προσφώνησις]], Διογ. Λ. 3. 98, Πλούτ. 2. 709Α. ΙΙ. [[ὀνομασία]], Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 303, Δημ. 72. 1, Ἀριστ. Κατηγ. 5, 30, Πολ. 3. 1, 3, ἀλ. 2) παρὰ τοῖς γραμμ., κοινὸν [[ὄνομα]], [[ὄνομα]] προσηγορικόν, nomen appellativum, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ κύριον [[ὄνομα]], n. proprium, Ζήνων παρὰ Διογέν. Λ. 7. 58, Διον. Ἁλ. πρὸς Ἀμμαῖον 2. 11.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> action d’adresser la parole à, de saluer;<br /><b>2</b> action d’appeler par son nom ; dénomination, nom ; <i>t. de gramm.</i> nom commun, substantif.<br />'''Étymologie:''' [[προσήγορος]].
}}
}}