3,277,197
edits
(Bailly1_4) |
(34) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> action d’adresser la parole à, de saluer;<br /><b>2</b> action d’appeler par son nom ; dénomination, nom ; <i>t. de gramm.</i> nom commun, substantif.<br />'''Étymologie:''' [[προσήγορος]]. | |btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> action d’adresser la parole à, de saluer;<br /><b>2</b> action d’appeler par son nom ; dénomination, nom ; <i>t. de gramm.</i> nom commun, substantif.<br />'''Étymologie:''' [[προσήγορος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜΑ [[προσήγορος]]<br />[[ονομασία]], [[επωνυμία]], [[χαρακτηρισμός]] που δίνεται σε κάποιον ή [[κάτι]] («ἔχουσαν τὴν προσηγορίαν ἀπ' αὐτοῡ τοῡ συμπτώματος», <b>Πολ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φιλικός]] [[χαιρετισμός]], [[προσφώνηση]] («ἤπιά σοι πρὸς τοὺς ἀπαντώντας ἔστω τὰ ῥήματα καὶ προσηγορίαι γλυκεῑαι», Κλήμ.)<br /><b>2.</b> [[τρόπος]] ομιλίας, [[τρόπος]] διατύπωσης («τίς γὰρ ποτε Ἑλλήνων ἐχρήσατο τῇ "ἐνωτίζου" προσηγορίᾳ ἀντὶ τοῡ εὐς τὰ ὦτα δέξαι... ;», Ωριγ.)<br /><b>3.</b> το κύριο όνομα κάποιου προσώπου («[[θεός]], ὁ εἰδὼς ἑκάστου τὴν ἡλικίαν καὶ τὴν προσηγορίαν», Μέγ. Βασ.)<br /><b>4.</b> το να κατονομάζεται [[κάτι]], η [[μνεία]] («ἡ [[δεκάλογος]] [[προσηγορία]] σωτήριον ἁμαρτιῶν περιγράφουσα», Κλήμ.)<br /><b>5.</b> όρος, [[ρήτρα]] («τὰς προσηγορίας ἁρμοδίας τοῑς πράγμασιν ἔθεντο, "ἀποταγήν"... και "ὑποταγήν"...», Ισίδ. Πηλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>γραμμ.</b> όνομα προσηγορικό, κοινό όνομα. | |||
}} | }} |