συννέμω: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_2)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συννέμω''': [[νέμω]], [[βόσκω]] [[ὁμοῦ]], ἐπὶ ποιμένος. ― Παθητ., βόσκομαι [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τοῖς θήλεσι, ἐπὶ βοσκημάτων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 17. 2) [[καθόλου]], [[κάμνω]] τινὰ μέτοχόν τινος ἢ ἑταῖρον, προσποιεῖν ἑαυτῇ καὶ συννέμειν τινὰς Πλουτ. Ρωμ. 16. ― Παθ., ὁ αὐτ. 2. 424Α, 744F. ― Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστοτ. Ἀθην. Πολιτείαν ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γϳ, σελ. 397.
|lstext='''συννέμω''': [[νέμω]], [[βόσκω]] [[ὁμοῦ]], ἐπὶ ποιμένος. ― Παθητ., βόσκομαι [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τοῖς θήλεσι, ἐπὶ βοσκημάτων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 17. 2) [[καθόλου]], [[κάμνω]] τινὰ μέτοχόν τινος ἢ ἑταῖρον, προσποιεῖν ἑαυτῇ καὶ συννέμειν τινὰς Πλουτ. Ρωμ. 16. ― Παθ., ὁ αὐτ. 2. 424Α, 744F. ― Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστοτ. Ἀθην. Πολιτείαν ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γϳ, σελ. 397.
}}
{{bailly
|btext=partager <i>ou</i> attribuer ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[νέμω]].
}}
}}