Anonymous

συννέμω: Difference between revisions

From LSJ
1,047 bytes added ,  29 September 2017
40
(Bailly1_5)
(40)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=partager <i>ou</i> attribuer ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[νέμω]].
|btext=partager <i>ou</i> attribuer ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[νέμω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> (για βοσκό) [[βόσκω]] το [[κοπάδι]] μου στον ίδιο χώρο με άλλον<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[καθιστώ]] κάποιον μέτοχο σε [[κάτι]] («ἀεὶ προσποιοῡσαν ἑαυτῇ καὶ συννέμουσαν ὧν κρατήσειεν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>συννέμομαι</i><br />α) (για ζώο) [[βόσκω]] στον ίδιο χώρο με [[άλλο]] («τὰ πλεῑστα οὐ συννέμονται ταῑς θηλείαις πρὸ τῆς ὥρας τοῡ ὀχεύειν» <br />β) <b>μτφ.</b> έχω στενές σχέσεις με [[κάτι]] ή με κάποιον («ποιητικὴν δὲ μουσικῇ συννεμομένην», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[νέμω]] «[[βόσκω]], [[διαμοιράζω]]»].
}}
}}