παιδολέτωρ: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_19)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παιδολέτωρ''': -ορος, [[παιδοφόνος]], Αἰσχύλ. Θήβ. 726, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 1393· ἀηδονὶς ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 550· - οὕτω παιδολετήρ, ῆρος, ὁ, Σουΐδ.· - θηλ. παιδολέτειρα, ἡ τὰ ἑαυτῆς τέκνα φονεύσασα, Εὐρ. Μήδ. 849, Ἀνθ. Πλαν. 138· [[ὡσαύτως]] παιδολέτις, ιδος, ἡ, Ἀνθ. Π. 3. 3. καὶ παιδολέτρια (Schm. παιδολέτειρα) Ἡσύχ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 195.
|lstext='''παιδολέτωρ''': -ορος, [[παιδοφόνος]], Αἰσχύλ. Θήβ. 726, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 1393· ἀηδονὶς ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 550· - οὕτω παιδολετήρ, ῆρος, ὁ, Σουΐδ.· - θηλ. παιδολέτειρα, ἡ τὰ ἑαυτῆς τέκνα φονεύσασα, Εὐρ. Μήδ. 849, Ἀνθ. Πλαν. 138· [[ὡσαύτως]] παιδολέτις, ιδος, ἡ, Ἀνθ. Π. 3. 3. καὶ παιδολέτρια (Schm. παιδολέτειρα) Ἡσύχ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 195.
}}
{{bailly
|btext=ορος (ὁ, ἡ)<br />qui tue des enfants <i>ou</i> ses enfants.<br />'''Étymologie:''' [[παῖς]], [[ὄλλυμι]].
}}
}}