παιδολέτωρ
φύγωμεν οὖν τὴν συνήθειαν ... ἄγχει τὸν ἄνθρωπον, τῆς ἀληθείας ἀποτρέπει → so let's stay away from the habitual ... it strangles us, turns us away from the truth
English (LSJ)
-ορος, ὁ, ἡ, child-murdering, Ἔρις A.Th.726 (lyr.), cf. E.Med.1393 (anap.); ἀηδονίς Id.Rh.550(lyr.).
German (Pape)
[Seite 441] ορος, ὁ u. ἡ, = παιδολετήρ; ἔρις, Aesch. Spt. 708; ἀηδονίς, Eur. Rhes. 549, vgl. Med. 1393.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ, ἡ)
qui tue des enfants ou ses enfants.
Étymologie: παῖς, ὄλλυμι.
Russian (Dvoretsky)
παιδολέτωρ: ορος adj. губящий (своих) детей (ἔρις Aesch.; ἀηδονίς Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
παιδολέτωρ: -ορος, παιδοφόνος, Αἰσχύλ. Θήβ. 726, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 1393· ἀηδονὶς ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 550· - οὕτω παιδολετήρ, ῆρος, ὁ, Σουΐδ.· - θηλ. παιδολέτειρα, ἡ τὰ ἑαυτῆς τέκνα φονεύσασα, Εὐρ. Μήδ. 849, Ἀνθ. Πλαν. 138· ὡσαύτως παιδολέτις, ιδος, ἡ, Ἀνθ. Π. 3. 3. καὶ παιδολέτρια (Schm. παιδολέτειρα) Ἡσύχ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 195.
Greek Monolingual
παιδολέτωρ, -ορος, ὁ, ἡ (Α)
ο φονιάς τών παιδιών του, παιδοκτόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -ολέτωρ (< ὄλλυμι «φονεύω»), πρβλ. πατρολέτωρ].
Greek Monotonic
παιδολέτωρ: -ορος, κλητ. -ορ, ὁ, ἡ, = το προηγ., σε Αισχύλ., Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παιδολέτωρ -ορος, ὁ, ἡ [παῖς, ὄλλυμι] kindermoordenaar.