παρελαύνω: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_9)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρελαύνω''': ἢ -ελάω: μέλλ. κλ. (ἴδε ἐν λ. [[ἐλαύνω]]): ἀόριστ. παρήλᾰσα Ὅμ., Ἐπικ. [[ὡσαύτως]] παρέλασσα Ἰλ. Ἐλαύνω πλησίον ἢ [[παρέρχομαι]] ἐλαύνων, κάλλιστον [[ἔργον]] (δηλ. τὸ [[τεῖχος]])., ὥστ’ ἂν [[ἐπάνω]] μὲν Προξενίδης ὁ Κομπασεὺς καὶ Θεογένης ἐναντίω δύ’ ἅρματε ... ὑπὸ τοῦ πλάτους ἂν παρελασαίτην , θὰ ἠδύναντο νὰ παρελάσωσιν ἐναντία ἀλλήλοις δύο ἅρματα [[ἕνεκα]] τοῦ πλάτους τοῦ τείχους, Ἀριστοφ. Ὀρν. 1126· ὁ δὲ ποιητὴς οὐδὲν [[χείρων]] παρὰ τοῖς σοφοῖς νενόμισται, εἰ παρελαύνων τοὺς ἀντιπάλους τὴν ἐπίνοιαν ξυνέτριψεν, «νικήσας τοὺς ἀντιπάλους τὴν ἐλπίδα τῆς νίκης ἀπώλεσε (τοῦτο γὰρ ἐπίνοιαν λέγει) παρακριθεὶς ὑπὸ τῶν κακῶς κρινάντων· ἀπὸ τῶν ἀτυχῶς ἡνιοχούντων καὶ συντριβόντων τὰ ἅρματα τὴν μεταφορὰν ἐδέξατο» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Σφ. 1050· τὰς αἶγας παρελᾶντα (Δωρικ. μετοχ. τοῦ ἐνεστ.) Θεόκρ. 5. 89, πρβλ. 8. 73, καὶ ἴδε Λόγγον 3. 15 παρελαύνοντα: - Παθ., Ἐμπεδ. 179. ΙΙ. ὡς εἰ ἦν ἀμετάβ., 1) [[ἐλαύνω]], ὁδηγῶ [[παρά]], (δηλ. δίφρον, ἅρμα, ἵππους, κτλ.), Ἰλ. Ψ. 382, 427· - ἀκολούθως μετ’ αἰτ. προσώπ., ἐλαύνων [[παρέρχομαι]], «ξεπερνῶ», οἴοισίν μ’ ἵπποισι παρήλασαν [[αὐτόθι]] 638· [[ἀλλά]], Τρηχῖνα δὲ τοι [[παρελαύνω]] ἐς Κήϋκα ἄνακτα, «καὶ γὰρ ἐγὼ παρὰ τὴν Τρηχῖνα πόλιν [[ἀπέρχομαι]] πρὸς Κήϋκα» κτλ. (Σχόλ.), Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 353· (βραδύτερον προστίθενται αἱ λέξεις ἅρμα, ἵππον, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1129 (ἴδε ἐν τῇ ἀρχῇ) Ξεν. Κύρ. 5. 3, 55)· [[ὡσαύτως]] π. ἐφ’ ἅρματος, ἐφ’ ἵππου ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 1. 2, 16., 3. 4, 46. 2) κωπηλατῶν ἢ [[πλέων]] [[παρέρχομαι]], νηὶ παρήλασε Ὀδ. Μ. 186· ἀκολούθως μετ’ αἰτ. προσ., Σειρῆνας παρήλασε Ὀδ. Μ. 197. 3) παρὰ πεζογράφοις [[ὡσαύτως]], [[ἐλαύνω]] [[παρά]], ἐπὶ ἱππέως, μετ’ αἰτ., [[συχνάκις]] παρὰ Ξεν.· π. τὰς τάξεις ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 3. 5, 4, Κύρ. 4. 3, 12. 4) σπανιώτερον, [[ἐλαύνω]], πρὸς ἢ ἐπί τινα [[αὐτόθι]] 3. 2, 12, Ἱππαρχ. 8, 18· - ὁ μὲν [[ταῦτα]] εἰπὼν παρήλασε, ἀπῆλθεν, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 3. 3, 4.
|lstext='''παρελαύνω''': ἢ -ελάω: μέλλ. κλ. (ἴδε ἐν λ. [[ἐλαύνω]]): ἀόριστ. παρήλᾰσα Ὅμ., Ἐπικ. [[ὡσαύτως]] παρέλασσα Ἰλ. Ἐλαύνω πλησίον ἢ [[παρέρχομαι]] ἐλαύνων, κάλλιστον [[ἔργον]] (δηλ. τὸ [[τεῖχος]])., ὥστ’ ἂν [[ἐπάνω]] μὲν Προξενίδης ὁ Κομπασεὺς καὶ Θεογένης ἐναντίω δύ’ ἅρματε ... ὑπὸ τοῦ πλάτους ἂν παρελασαίτην , θὰ ἠδύναντο νὰ παρελάσωσιν ἐναντία ἀλλήλοις δύο ἅρματα [[ἕνεκα]] τοῦ πλάτους τοῦ τείχους, Ἀριστοφ. Ὀρν. 1126· ὁ δὲ ποιητὴς οὐδὲν [[χείρων]] παρὰ τοῖς σοφοῖς νενόμισται, εἰ παρελαύνων τοὺς ἀντιπάλους τὴν ἐπίνοιαν ξυνέτριψεν, «νικήσας τοὺς ἀντιπάλους τὴν ἐλπίδα τῆς νίκης ἀπώλεσε (τοῦτο γὰρ ἐπίνοιαν λέγει) παρακριθεὶς ὑπὸ τῶν κακῶς κρινάντων· ἀπὸ τῶν ἀτυχῶς ἡνιοχούντων καὶ συντριβόντων τὰ ἅρματα τὴν μεταφορὰν ἐδέξατο» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Σφ. 1050· τὰς αἶγας παρελᾶντα (Δωρικ. μετοχ. τοῦ ἐνεστ.) Θεόκρ. 5. 89, πρβλ. 8. 73, καὶ ἴδε Λόγγον 3. 15 παρελαύνοντα: - Παθ., Ἐμπεδ. 179. ΙΙ. ὡς εἰ ἦν ἀμετάβ., 1) [[ἐλαύνω]], ὁδηγῶ [[παρά]], (δηλ. δίφρον, ἅρμα, ἵππους, κτλ.), Ἰλ. Ψ. 382, 427· - ἀκολούθως μετ’ αἰτ. προσώπ., ἐλαύνων [[παρέρχομαι]], «ξεπερνῶ», οἴοισίν μ’ ἵπποισι παρήλασαν [[αὐτόθι]] 638· [[ἀλλά]], Τρηχῖνα δὲ τοι [[παρελαύνω]] ἐς Κήϋκα ἄνακτα, «καὶ γὰρ ἐγὼ παρὰ τὴν Τρηχῖνα πόλιν [[ἀπέρχομαι]] πρὸς Κήϋκα» κτλ. (Σχόλ.), Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 353· (βραδύτερον προστίθενται αἱ λέξεις ἅρμα, ἵππον, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1129 (ἴδε ἐν τῇ ἀρχῇ) Ξεν. Κύρ. 5. 3, 55)· [[ὡσαύτως]] π. ἐφ’ ἅρματος, ἐφ’ ἵππου ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 1. 2, 16., 3. 4, 46. 2) κωπηλατῶν ἢ [[πλέων]] [[παρέρχομαι]], νηὶ παρήλασε Ὀδ. Μ. 186· ἀκολούθως μετ’ αἰτ. προσ., Σειρῆνας παρήλασε Ὀδ. Μ. 197. 3) παρὰ πεζογράφοις [[ὡσαύτως]], [[ἐλαύνω]] [[παρά]], ἐπὶ ἱππέως, μετ’ αἰτ., [[συχνάκις]] παρὰ Ξεν.· π. τὰς τάξεις ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 3. 5, 4, Κύρ. 4. 3, 12. 4) σπανιώτερον, [[ἐλαύνω]], πρὸς ἢ ἐπί τινα [[αὐτόθι]] 3. 2, 12, Ἱππαρχ. 8, 18· - ὁ μὲν [[ταῦτα]] εἰπὼν παρήλασε, ἀπῆλθεν, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 3. 3, 4.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> παρελάσω, <i>att.</i> παρελῶ, <i>ao.</i> παρήλασα;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> pousser à côté en passant, acc.;<br /><b>II.</b> <i>intr. en apparence (s.e.</i> [[ἅρμα]], ἵππους, ναῦν, <i>etc.</i>);<br /><b>1</b> passer à côté (en voiture, sur un navire, <i>etc.</i>), <i>avec l’acc. de la <i>pers.</i> auprès de laquelle on passe</i> ; rejoindre avec un char, dépasser, acc.;<br /><b>2</b> passer sur un vaisseau devant.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἐλαύνω]].
}}
}}