παρελαύνω
ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow
English (LSJ)
or παρελάω, aor.
A παρήλᾰσα Il.23.638, Ep. παρέλασσα ib. 382:—drive by or drive past, ἐναντίω δύ' ἅρματε π. drive them past one another, Ar.Av.1129; π. τὸν ἵππον X.Cyr.5.3.55; τὰς αἶγας παρελᾶντα (Dor. pres. part.) Theoc.5.89, cf. 8.73, Longus 3.15.
II as if intr.,
1 drive by (sc. δίφρον, ἅρμα, ἵππους, etc.), Il.23.382,427.
b c. acc. pers., drive past, overtake another, οἴοισίν μ'ἵπποισι παρήλασαν ib.638; but π. Τρηχῖνα drive on to Trachis, Hes.Sc.353; also π. ἐφ' ἅρματος, ἐφ' ἵππου, X.An.1.2.16, 3.4.46.
2 row past or sail past, παρήλασε νηΐ Od.12.186.
b c. acc. pers., [Σειρῆνας] παρήλασαν ib. 197.
3 in Prose, ride by, run by, c. acc., freq. in X., An.1.2.17, al.; π. τὰς τάξεις ib.3.5.4.
4 less freq., ride up to, rush towards, πρὸς αὑτόν, ἐπὶ τοὺς πολεμίους, Cyr.4.2.12, Eq.Mag.8.18; ride on one's way, Cyr.3.3.4.
German (Pape)
[Seite 514] (s. ἐλαύνω), daneben vorbei- od. vorübertreiben, u. mit ausgelassenem ἅρμα, ἵππον u. dgl. scheinbar intrans., vorbeifahren, -reiten; τάχα παρελάσσεις, Il. 23, 427, vgl. 382, mit dem Wagen überholen u. so im Wettlauf überwinden, wie οἴοισίν μ' ἵπποισι παρήλασαν Ἀκτορίωνε ib. 638; Τρηχῖνα παρελαύνω, ich fahre nach Trachis hin, Hes. Sc. 353; νηῒ παρήλασε, er segelte vorbei, Od. 12, 186; u. so ἐπειδὴ τάς γε παρήλασαν 12, 197; ἐναντίω δύ' ἅρματε ὑπὸ τοῦ πλάτους ἂν παρελασαίτην, Ar. Av. 1129; u. in Prosa, παρελαύνων ἐφ' ἅρματος, vorbeifahrend, worauf folgt ἐπεὶ δὲ πάντας παρήλασε, Xen. An. 1, 2, 16, der auch ἵππον dazu setzt, παρελαύνων τὸν ἵππον εἰς τὸ πρόσθεν, Cyr. 7, 3, 54; auch = vorrücken, παρελῶντας ἐπὶ τοὺς πολεμίους Hipparch. 8, 21, u. Sp., die auch wie Arat. 675 das nel. so brauchen; bei Theocr. 5, 89. 8, 73 schwankt die Lesart zwischen παρελεῦντα, παρελᾶντα u. παρελῶντα.
French (Bailly abrégé)
f. παρελάσω, att. παρελῶ, ao. παρήλασα;
I. tr. pousser à côté en passant, acc.;
II. intr. en apparence (s.e. ἅρμα, ἵππους, ναῦν, etc.);
1 passer à côté (en voiture, sur un navire, etc.), avec l'acc. de la pers. auprès de laquelle on passe ; rejoindre avec un char, dépasser, acc.;
2 passer sur un vaisseau devant.
Étymologie: παρά, ἐλαύνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρ-ελαύνω en παρελάω, Dor. ptc. praes. acc. sing. παρελᾶντα; ep. aor. παρέλασσα voorbij... rijden; voorbij... varen:; ἐπεὶ δὴ τάς γε παρήλασαν toen zij dezen (de Sirenen) dan voorbij waren gevaren Od. 12.197; milit.: π. τὰς τάξεις de linies langsrijden (ter inspectie) Xen. An. 3.5.4. verder leiden, verder drijven, voorbijdrijven:. τὰς αἶγας παρελᾶντα de geiten voorbijdrijvend Theocr. Id. 5.89; ἐνετείλατο αὐτοις πρὸς ἑαυτὸν παρελαύνειν τινάς hij droeg ze op sommigen (van de ruiters) naar hem toe te sturen (langs de linies) Xen. Cyr. 4.2.12.
Russian (Dvoretsky)
παρελαύνω: (fut. παρελῶ - эп. παρελάσσω, aor. παρήλᾰσα - эп. παρέλασσα)
1 гнать мимо (τὰς αἶγας Theocr.): π. δυ᾽ ἅρματε Arph. проезжать на двух колесницах; π. ἵππον Xen. проезжать верхом;
2 проезжать мимо (ἐφ᾽ ἅρματος Xen.);
3 объезжать, миновать (Σειρῆνας Hom.): π. τὰς τάξεις Xen. объезжать войска;
4 ехать, направляться (Τρηχῖνα Hes.; ἐπὶ τοὺς πολεμίους Xen.);
5 обгонять (τινὰ ἵπποισιν Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
παρελαύνω: ἢ -ελάω: μέλλ. κλ. (ἴδε ἐν λ. ἐλαύνω): ἀόριστ. παρήλᾰσα Ὅμ., Ἐπικ. ὡσαύτως παρέλασσα Ἰλ. Ἐλαύνω πλησίον ἢ παρέρχομαι ἐλαύνων, κάλλιστον ἔργον (δηλ. τὸ τεῖχος)., ὥστ’ ἂν ἐπάνω μὲν Προξενίδης ὁ Κομπασεὺς καὶ Θεογένης ἐναντίω δύ’ ἅρματε ... ὑπὸ τοῦ πλάτους ἂν παρελασαίτην, θὰ ἠδύναντο νὰ παρελάσωσιν ἐναντία ἀλλήλοις δύο ἅρματα ἕνεκα τοῦ πλάτους τοῦ τείχους, Ἀριστοφ. Ὀρν. 1126· ὁ δὲ ποιητὴς οὐδὲν χείρων παρὰ τοῖς σοφοῖς νενόμισται, εἰ παρελαύνων τοὺς ἀντιπάλους τὴν ἐπίνοιαν ξυνέτριψεν, «νικήσας τοὺς ἀντιπάλους τὴν ἐλπίδα τῆς νίκης ἀπώλεσε (τοῦτο γὰρ ἐπίνοιαν λέγει) παρακριθεὶς ὑπὸ τῶν κακῶς κρινάντων· ἀπὸ τῶν ἀτυχῶς ἡνιοχούντων καὶ συντριβόντων τὰ ἅρματα τὴν μεταφορὰν ἐδέξατο» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Σφ. 1050· τὰς αἶγας παρελᾶντα (Δωρικ. μετοχ. τοῦ ἐνεστ.) Θεόκρ. 5. 89, πρβλ. 8. 73, καὶ ἴδε Λόγγον 3. 15 παρελαύνοντα: - Παθ., Ἐμπεδ. 179. ΙΙ. ὡς εἰ ἦν ἀμετάβ., 1) ἐλαύνω, ὁδηγῶ παρά, (δηλ. δίφρον, ἅρμα, ἵππους, κτλ.), Ἰλ. Ψ. 382, 427· - ἀκολούθως μετ’ αἰτ. προσώπ., ἐλαύνων παρέρχομαι, «ξεπερνῶ», οἴοισίν μ’ ἵπποισι παρήλασαν αὐτόθι 638· ἀλλά, Τρηχῖνα δὲ τοι παρελαύνω ἐς Κήϋκα ἄνακτα, «καὶ γὰρ ἐγὼ παρὰ τὴν Τρηχῖνα πόλιν ἀπέρχομαι πρὸς Κήϋκα» κτλ. (Σχόλ.), Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 353· (βραδύτερον προστίθενται αἱ λέξεις ἅρμα, ἵππον, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1129 (ἴδε ἐν τῇ ἀρχῇ) Ξεν. Κύρ. 5. 3, 55)· ὡσαύτως π. ἐφ’ ἅρματος, ἐφ’ ἵππου ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 1. 2, 16., 3. 4, 46. 2) κωπηλατῶν ἢ πλέων παρέρχομαι, νηὶ παρήλασε Ὀδ. Μ. 186· ἀκολούθως μετ’ αἰτ. προσ., Σειρῆνας παρήλασε Ὀδ. Μ. 197. 3) παρὰ πεζογράφοις ὡσαύτως, ἐλαύνω παρά, ἐπὶ ἱππέως, μετ’ αἰτ., συχνάκις παρὰ Ξεν.· π. τὰς τάξεις ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 3. 5, 4, Κύρ. 4. 3, 12. 4) σπανιώτερον, ἐλαύνω, πρὸς ἢ ἐπί τινα αὐτόθι 3. 2, 12, Ἱππαρχ. 8, 18· - ὁ μὲν ταῦτα εἰπὼν παρήλασε, ἀπῆλθεν, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 3. 3, 4.
English (Autenrieth)
fut. παρελάσσεις, aor. παρέλασσε, -ήλασαν: drive by, sail by; τινὰ ἵπποισιν, νηί, Ψ, Od. 12.186, 197.
Greek Monolingual
ΝΑ / και παρελάω Α ελαύνω
διέρχομαι κοντά από κάτι, περνώ μπροστά από κάπου
νεοελλ.
1. (για στρατό, οργανώσεις, σχολεία) περνώ κατά φάλαγγα ή κατά παραγωγή μπροστά από αρχηγό ή από τιμώμενο πρόσωπο, περνώ από τους κεντρικούς δρόμους μιας πόλης μετά από επιθεώρηση ή τελετή
2. ναυτ. πλέοντας κατά παραγωγή καταφθάνω και αντιπαραπλέω τον εχθρό βάλλοντας διαδοχικά εναντίον του («παρελαύνω τους πολεμίους»)
αρχ.
1. (για οχήματα που τρέχουν κατά αντίθετη φορά) αντιπαρέρχομαι
2. (για οχήματα που τρέχουν κατά την ίδια φορά) ξεπερνώ, προσπερνώ
3. προσπερνώ πλέοντος
4. απέρχομαι, απομακρύνομαι βιαστικά πάνω σε όχημα («ταῡτ' εἰπὼν παρήλαυνε», Ξεν.)
5. οδηγώ δίφρο, άρμα, άλογο
6. επιβαίνω σε άρμα ή άλογο («παρελαύνων ἐφ ἅρματος», Ξεν.).
Greek Monotonic
παρελαύνω: ή -ελάω, μέλ. -ελάσω, Αττ. -ελῶ, αόρ. αʹ -ήλᾰσα, Επικ. -έλασσα·
I. οδηγώ δίπλα ή πέρα, ἐναντίω δυ' ἅρματε παρελαύνω, τα οδηγώ ενάντια το ένα προς το άλλο, σε Αριστοφ.· τὰς αἶγας παρελᾶντα (μτχ. Δωρ. ενεστ.), σε Θεόκρ.
II. αμτβ.,
1. οδηγώ πλησίον, σε Ομήρ. Ιλ.· έπειτα με αιτ. προσ., παρέρχομαι, ξεπερνώ, στον ίδ., Ξεν.
2. κωπηλατώ ή παραπλέω, σε Ομήρ. Οδ.· με αιτ. προσ., Σειρῆνας παρήλασσε, στο ίδ.
3. ιππεύω πλησίον, τρέχω δίπλα, με αιτ., σε Ξεν.
4. σπανιότερα, ελαύνω, ορμώ προς, στον ίδ.· ιππεύω στο δρόμο κάποιου, στον ίδ.
Middle Liddell
or -ελάω fut. -ελάσω Attic -ελῶ aor1 -ήλᾰσα epic -έλασσα
I. to drive by or past, ἐναντίω δυ' ἅρματε π. to drive them past one another, Ar.; τὰς αἶγας παρελᾶντα (doric pres. part. acc.) Theocr.
II. intr.,
1. to drive by, Il.:—then c. acc. pers. to drive past, overtake, Il., Xen.
2. to row or sail past, Od.; c. acc. pers., Σειρῆνας παρήλασε Od.
3. to ride by, run by, c. acc., Xen.
4. more rarely to ride up to, rush towards, Xen.: to ride on one's way, Xen.