3,273,762
edits
(6_15) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πάρᾰλος''': -ον, (ἃλς) ὁ πλησίον τῆς θαλάσσης, παρὰ τὴν θάλασσαν, ἄντρα Σοφ. Αἴ. 412· χέρσοι Εὐριπ. Ἴων. 1584· ἡ δ’ ὠπτημένη σίζουσα [[πάραλος]], ἐπὶ τῆς σηπίας [[μετὰ]] λογοπαιγνίου ἐπὶ τῆς λέξεως ἡ Πάραλος (κατωτ. ΙΙΙ), Ἀριστοφ. Ἀχ. 1158. 2) [[καθόλου]], ὁ περὶ τὴν θάλασσαν ἀσχολούμενος, [[ναυτικός]], ὁ π. στρατὸς Ἡρόδ. 7. 161. ΙΙ. ἡ [[πάραλος]] γῆ, ἡ [[παράλιος]] [[χώρα]] τῆς Ἀττικῆς (πρβλ. [[παράλιος]] ΙΙ), Θουκ. 2. 55· - [[ἐντεῦθεν]], οἱ Πάραλοι, οἱ κάτοικοι τῶν παραλίων μερῶν, Ἡρόδ. 1. 59· λαιὸν δὲ Πάραλον, ὃ ἐστι τοὺς Παράλους, Εὐρ, Ἱκέτ. 659· - κατ’ ἀντιδιαστολὴν πρὸς τοὺς Πεδιακοὺς (τοὺς κατοίκους τῶν πεδινῶν μερῶν), καὶ πρὸς τοὺς Διακρίους ἢ Ὑπερακρίους (τοὺς ὀρεινούς), ἴδε τὰς λ. - Ἴδε Κόντου Παρατηρ. εἰς Ἀριστ. Ἀθηναίων Πολιτ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Γ΄, σ. 344. ΙΙΙ. ἡ Πάραλος [[ναῦς]] (Θουκ. 8. 74), ἢ μόνον ἡ Πάραλος (Δημ. 570. 4)· ἢ [[ἄνευ]] τοῦ ἄρθρου (Ἀριστοφ. Ὄρν. 1204), μία τῶν ἱερῶν Ἀθηναϊκῶν νεῶν καθιερωμένη εἰς ὑπηρεσίαν τῆς πόλεως, [[οἷον]] εἰς θεωρίας καὶ ἱερὰς ἀποστολάς, εἰς πρεσβείας καὶ εἰς τὴν μεταφορὰν δημοσίων χρημάτων καὶ ἀρχόντων· ἡ ἑτέρα [[ναῦς]] ἐκαλεῖτο Σαλαμινία (ἴδε τὴν λέξιν), πρβλ. τῆς Παράλου [[ταμίας]] Δημ. ἔνθ. ἀνωτ., Ἀριστ. Ἀποσπ. 402-3. 2) = οἱ Πάραλοι, τὸ [[πλήρωμα]] τῆς Παράλου ἀποτελούμενον ἀποκλειστικῶς ἐξ ἐλευθέρων πολιτῶν, Θουκ. 8. 73, 74, Αἰσχίν. 76. 35 (διάφ. γραφ. παράλιοι), πρβλ. [[Πολυδ]]. Η΄, 116· οἱ αὐτοὶ καλοῦνται καὶ παραλῖται, [[αὐτόθι]], Ἡσύχ. [[καθόλου]], ναῦται, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1071, [[ἔνθα]] ἴδε τὸν Σχολ. IV. ἡ [[πάραλος]], [[ὄνομα]] φυτοῦ, [[ὅπερ]] πιθανῶς ἐφύετο παρὰ τὴν θάλασσον, Ἀνθ. Π. 4. 10, 20. | |lstext='''πάρᾰλος''': -ον, (ἃλς) ὁ πλησίον τῆς θαλάσσης, παρὰ τὴν θάλασσαν, ἄντρα Σοφ. Αἴ. 412· χέρσοι Εὐριπ. Ἴων. 1584· ἡ δ’ ὠπτημένη σίζουσα [[πάραλος]], ἐπὶ τῆς σηπίας [[μετὰ]] λογοπαιγνίου ἐπὶ τῆς λέξεως ἡ Πάραλος (κατωτ. ΙΙΙ), Ἀριστοφ. Ἀχ. 1158. 2) [[καθόλου]], ὁ περὶ τὴν θάλασσαν ἀσχολούμενος, [[ναυτικός]], ὁ π. στρατὸς Ἡρόδ. 7. 161. ΙΙ. ἡ [[πάραλος]] γῆ, ἡ [[παράλιος]] [[χώρα]] τῆς Ἀττικῆς (πρβλ. [[παράλιος]] ΙΙ), Θουκ. 2. 55· - [[ἐντεῦθεν]], οἱ Πάραλοι, οἱ κάτοικοι τῶν παραλίων μερῶν, Ἡρόδ. 1. 59· λαιὸν δὲ Πάραλον, ὃ ἐστι τοὺς Παράλους, Εὐρ, Ἱκέτ. 659· - κατ’ ἀντιδιαστολὴν πρὸς τοὺς Πεδιακοὺς (τοὺς κατοίκους τῶν πεδινῶν μερῶν), καὶ πρὸς τοὺς Διακρίους ἢ Ὑπερακρίους (τοὺς ὀρεινούς), ἴδε τὰς λ. - Ἴδε Κόντου Παρατηρ. εἰς Ἀριστ. Ἀθηναίων Πολιτ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Γ΄, σ. 344. ΙΙΙ. ἡ Πάραλος [[ναῦς]] (Θουκ. 8. 74), ἢ μόνον ἡ Πάραλος (Δημ. 570. 4)· ἢ [[ἄνευ]] τοῦ ἄρθρου (Ἀριστοφ. Ὄρν. 1204), μία τῶν ἱερῶν Ἀθηναϊκῶν νεῶν καθιερωμένη εἰς ὑπηρεσίαν τῆς πόλεως, [[οἷον]] εἰς θεωρίας καὶ ἱερὰς ἀποστολάς, εἰς πρεσβείας καὶ εἰς τὴν μεταφορὰν δημοσίων χρημάτων καὶ ἀρχόντων· ἡ ἑτέρα [[ναῦς]] ἐκαλεῖτο Σαλαμινία (ἴδε τὴν λέξιν), πρβλ. τῆς Παράλου [[ταμίας]] Δημ. ἔνθ. ἀνωτ., Ἀριστ. Ἀποσπ. 402-3. 2) = οἱ Πάραλοι, τὸ [[πλήρωμα]] τῆς Παράλου ἀποτελούμενον ἀποκλειστικῶς ἐξ ἐλευθέρων πολιτῶν, Θουκ. 8. 73, 74, Αἰσχίν. 76. 35 (διάφ. γραφ. παράλιοι), πρβλ. [[Πολυδ]]. Η΄, 116· οἱ αὐτοὶ καλοῦνται καὶ παραλῖται, [[αὐτόθι]], Ἡσύχ. [[καθόλου]], ναῦται, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1071, [[ἔνθα]] ἴδε τὸν Σχολ. IV. ἡ [[πάραλος]], [[ὄνομα]] φυτοῦ, [[ὅπερ]] πιθανῶς ἐφύετο παρὰ τὴν θάλασσον, Ἀνθ. Π. 4. 10, 20. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>A.</b> <i>adj.</i><br /><b>1</b> qui se trouve près de la mer, maritime ; [[πάραλος]] [[γῆ]] THC la contrée du littoral en Attique;<br /><b>2</b> recruté parmi les régions <i>ou</i> les populations voisines de la mer;<br /><b>B.</b> <i>subst.</i><br /><b>I.</b> ἡ [[πάραλος]] [[ναῦς]] <i>ou</i> ἡ Πάραλος la galère Paralienne, <i>l’un des deux vaisseaux sacrés d’Athènes qui servaient pour transporter les théories à Délos et pour certains services publics</i>;<br /><b>II.</b> [[οἱ]] Πάραλοι :<br /><b>1</b> les Paraliens <i>ou</i> habitants du littoral, en Attique;<br /><b>2</b> les marins composant l’équipage de la galère paralienne.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἅλς]]¹. | |||
}} | }} |