3,274,216
edits
(13_5) |
(6_15) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0488.png Seite 488]] neben dem Meere, am Meere befindlich; ἄντρα, Soph. Ai. 408; χέρσοι, Eur. Ion 1584; [[τευθίς]], Ar. Ach. 1158; auch [[πάραλος]] [[στρατός]], Her. 7, 161, die Flotte od. das Küstenheer; ἡ [[πάραλος]] γῆ, Thuc. 2, 55; Sp. (vgl. [[παράλιος]] u. nom. pr.). – Bei Mel. 1, 20 (VI, 1) eine Pflanze, die am Meere wuchs. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0488.png Seite 488]] neben dem Meere, am Meere befindlich; ἄντρα, Soph. Ai. 408; χέρσοι, Eur. Ion 1584; [[τευθίς]], Ar. Ach. 1158; auch [[πάραλος]] [[στρατός]], Her. 7, 161, die Flotte od. das Küstenheer; ἡ [[πάραλος]] γῆ, Thuc. 2, 55; Sp. (vgl. [[παράλιος]] u. nom. pr.). – Bei Mel. 1, 20 (VI, 1) eine Pflanze, die am Meere wuchs. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πάρᾰλος''': -ον, (ἃλς) ὁ πλησίον τῆς θαλάσσης, παρὰ τὴν θάλασσαν, ἄντρα Σοφ. Αἴ. 412· χέρσοι Εὐριπ. Ἴων. 1584· ἡ δ’ ὠπτημένη σίζουσα [[πάραλος]], ἐπὶ τῆς σηπίας [[μετὰ]] λογοπαιγνίου ἐπὶ τῆς λέξεως ἡ Πάραλος (κατωτ. ΙΙΙ), Ἀριστοφ. Ἀχ. 1158. 2) [[καθόλου]], ὁ περὶ τὴν θάλασσαν ἀσχολούμενος, [[ναυτικός]], ὁ π. στρατὸς Ἡρόδ. 7. 161. ΙΙ. ἡ [[πάραλος]] γῆ, ἡ [[παράλιος]] [[χώρα]] τῆς Ἀττικῆς (πρβλ. [[παράλιος]] ΙΙ), Θουκ. 2. 55· - [[ἐντεῦθεν]], οἱ Πάραλοι, οἱ κάτοικοι τῶν παραλίων μερῶν, Ἡρόδ. 1. 59· λαιὸν δὲ Πάραλον, ὃ ἐστι τοὺς Παράλους, Εὐρ, Ἱκέτ. 659· - κατ’ ἀντιδιαστολὴν πρὸς τοὺς Πεδιακοὺς (τοὺς κατοίκους τῶν πεδινῶν μερῶν), καὶ πρὸς τοὺς Διακρίους ἢ Ὑπερακρίους (τοὺς ὀρεινούς), ἴδε τὰς λ. - Ἴδε Κόντου Παρατηρ. εἰς Ἀριστ. Ἀθηναίων Πολιτ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Γ΄, σ. 344. ΙΙΙ. ἡ Πάραλος [[ναῦς]] (Θουκ. 8. 74), ἢ μόνον ἡ Πάραλος (Δημ. 570. 4)· ἢ [[ἄνευ]] τοῦ ἄρθρου (Ἀριστοφ. Ὄρν. 1204), μία τῶν ἱερῶν Ἀθηναϊκῶν νεῶν καθιερωμένη εἰς ὑπηρεσίαν τῆς πόλεως, [[οἷον]] εἰς θεωρίας καὶ ἱερὰς ἀποστολάς, εἰς πρεσβείας καὶ εἰς τὴν μεταφορὰν δημοσίων χρημάτων καὶ ἀρχόντων· ἡ ἑτέρα [[ναῦς]] ἐκαλεῖτο Σαλαμινία (ἴδε τὴν λέξιν), πρβλ. τῆς Παράλου [[ταμίας]] Δημ. ἔνθ. ἀνωτ., Ἀριστ. Ἀποσπ. 402-3. 2) = οἱ Πάραλοι, τὸ [[πλήρωμα]] τῆς Παράλου ἀποτελούμενον ἀποκλειστικῶς ἐξ ἐλευθέρων πολιτῶν, Θουκ. 8. 73, 74, Αἰσχίν. 76. 35 (διάφ. γραφ. παράλιοι), πρβλ. [[Πολυδ]]. Η΄, 116· οἱ αὐτοὶ καλοῦνται καὶ παραλῖται, [[αὐτόθι]], Ἡσύχ. [[καθόλου]], ναῦται, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1071, [[ἔνθα]] ἴδε τὸν Σχολ. IV. ἡ [[πάραλος]], [[ὄνομα]] φυτοῦ, [[ὅπερ]] πιθανῶς ἐφύετο παρὰ τὴν θάλασσον, Ἀνθ. Π. 4. 10, 20. | |||
}} | }} |