πεπονημένως: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_6)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πεπονημένως''': Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ., [[μετὰ]] κόπου καὶ [[μεγάλης]] προσοχῆς, Αἰλ. π. Ζ. ἐν ἐπιλόγῳ.
|lstext='''πεπονημένως''': Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ., [[μετὰ]] κόπου καὶ [[μεγάλης]] προσοχῆς, Αἰλ. π. Ζ. ἐν ἐπιλόγῳ.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />avec peine.<br />'''Étymologie:''' πεπονημένος, part. pf. Pass. de [[πονέω]].
}}
}}