πεπονημένως

From LSJ

Λόγοις ἀμείβου τὸν λόγοις πείθοντά σε → Verbis repone verba suasori tuo → Mit Worten gib dem Antwort, der mit Worten rät

Menander, Monostichoi, 311
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεπονημένως Medium diacritics: πεπονημένως Low diacritics: πεπονημένως Capitals: ΠΕΠΟΝΗΜΕΝΩΣ
Transliteration A: peponēménōs Transliteration B: peponēmenōs Transliteration C: peponimenos Beta Code: peponhme/nws

English (LSJ)

Adv. pf. part. Pass.,
A elaborately, Ael.NA in epilogo.
2 with toil, μόλις καὶ π. Agath.4.17.

German (Pape)

[Seite 560] mühsam ausgearbeitet, Sp.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec peine.
Étymologie: πεπονημένος, part. pf. Pass. de πονέω.

Greek (Liddell-Scott)

πεπονημένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ., μετὰ κόπου καὶ μεγάλης προσοχῆς, Αἰλ. π. Ζ. ἐν ἐπιλόγῳ.

Greek Monolingual

Α
επίρρ.
1. με φροντίδα και με προσοχή
2. με μόχθο και κόπο, κουραστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεπονημένος, μτχ. παθ. παρακμ. του πονῶ].