περίεργος: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_15)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περίεργος''': -ον, (*[[ἔργω]]) ὁ πολὺ ἢ καθ’ ὑπερβολὴν φροντίζων, εἰς μάταιον κόπον ὑποβάλλων ἑαυτόν, Λυσ. 123. 24· ἐπὶ ἰατρῶν, Ἀριστ. π. Ἀναπν. 21, 7· ἐπὶ γραμματικῶν, Ἀνθ. Π. 11. 322. 2) ὁ ασχολούμενος εἰς τὰ πράγματα τῶν ἄλλων, ὁ ἀναμιγνυόμενος εἰς ξένας ὑποθέσεις, τὰ ἀλλότρια περιεργαζόμενος, Λατ. curiosus, Ἰσοκρ. 102Α, Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 1· περίεργα βλέπειν, βλέπειν [[μετὰ]] περιεργείας, Ἀνθ. Π. 12. 175. 3) [[πλήρης]] περιεργίας, ἔχων νοῦν ἐρευνητικόν, [[ἐρευνητικός]], Ἡρῳδιαν. 4. 12. ΙΙ. παθ., ὁ μετ’ ἰδιαζούσης προσοχῆς πεποιημένος, π. [[πόλεμος]], [[λίαν]] [[δαπανηρός]] [[πόλεμος]], Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 124 2) ὁ [[μετὰ]] πολλῆς ἀκριβείας εἰργασμένος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 310, Πλούτ. 2. 64Α· τὸ τῆς [[κόμης]] π. Λουκ. Νιγρ. 13· ἰδίως ἐπὶ γλώσσης ἢ ὕφους, ὀνόματα, λόγοι Αἰσχίν. 86. 27, Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 14· τὸ π. Θουκυδίδου ὁ αὐτ. ἐν τῷ τῶν Ἀρχ. Κρίσεις 3. 2· συγκρ., περιεργοτέρα [[λέξις]] ὁ αὐτ. π. Ἰσαίου 3· - συγκρ. ἐπίρρ., περιεργότερον ἠσκημένος τὴν κόμην Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 1, 1. 3) [[περιττός]], περίεργα καὶ μικρὰ λέγειν Πλάτ. Πολιτ. 286C· εἴ τις π. ἀφαιρεθῇ (ἐξυπ. [[δαπάνη]]) Ἀριστ. Ρητορ. 1. 4, 8· π. ἐστί τι Ἀνδοκ. 27. 35, πρβλ. Ἰσαῖ. 1. 38· π. [ἐστὶ] τὸ λέγειν Ἀριστ. Πολιτ. 5. 11, 33, πρβλ. Ρητορ. 1. 10, 9. - Ἐπίρρ. -γως, Ἱππ. 24. 9, Τιμοκλῆς ἐν «Ἥρωσιν» 2, κτλ. 4) [[περίεργος]], δεισιδαιμονίας [[πλήρης]], ἱερουργίαι Πλουτ. Ἀλέξ. 2· τὰ περίεργα, περίεργα τεχνάσματα, Πράξ. Ἀποστ. ιθ', 19· πρβλ. [[περιεργία]] ΙΙΙ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «περίεργον. περιττὸν· ἢ στρεβλὸν».
|lstext='''περίεργος''': -ον, (*[[ἔργω]]) ὁ πολὺ ἢ καθ’ ὑπερβολὴν φροντίζων, εἰς μάταιον κόπον ὑποβάλλων ἑαυτόν, Λυσ. 123. 24· ἐπὶ ἰατρῶν, Ἀριστ. π. Ἀναπν. 21, 7· ἐπὶ γραμματικῶν, Ἀνθ. Π. 11. 322. 2) ὁ ασχολούμενος εἰς τὰ πράγματα τῶν ἄλλων, ὁ ἀναμιγνυόμενος εἰς ξένας ὑποθέσεις, τὰ ἀλλότρια περιεργαζόμενος, Λατ. curiosus, Ἰσοκρ. 102Α, Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 1· περίεργα βλέπειν, βλέπειν [[μετὰ]] περιεργείας, Ἀνθ. Π. 12. 175. 3) [[πλήρης]] περιεργίας, ἔχων νοῦν ἐρευνητικόν, [[ἐρευνητικός]], Ἡρῳδιαν. 4. 12. ΙΙ. παθ., ὁ μετ’ ἰδιαζούσης προσοχῆς πεποιημένος, π. [[πόλεμος]], [[λίαν]] [[δαπανηρός]] [[πόλεμος]], Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 124 2) ὁ [[μετὰ]] πολλῆς ἀκριβείας εἰργασμένος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 310, Πλούτ. 2. 64Α· τὸ τῆς [[κόμης]] π. Λουκ. Νιγρ. 13· ἰδίως ἐπὶ γλώσσης ἢ ὕφους, ὀνόματα, λόγοι Αἰσχίν. 86. 27, Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 14· τὸ π. Θουκυδίδου ὁ αὐτ. ἐν τῷ τῶν Ἀρχ. Κρίσεις 3. 2· συγκρ., περιεργοτέρα [[λέξις]] ὁ αὐτ. π. Ἰσαίου 3· - συγκρ. ἐπίρρ., περιεργότερον ἠσκημένος τὴν κόμην Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 1, 1. 3) [[περιττός]], περίεργα καὶ μικρὰ λέγειν Πλάτ. Πολιτ. 286C· εἴ τις π. ἀφαιρεθῇ (ἐξυπ. [[δαπάνη]]) Ἀριστ. Ρητορ. 1. 4, 8· π. ἐστί τι Ἀνδοκ. 27. 35, πρβλ. Ἰσαῖ. 1. 38· π. [ἐστὶ] τὸ λέγειν Ἀριστ. Πολιτ. 5. 11, 33, πρβλ. Ρητορ. 1. 10, 9. - Ἐπίρρ. -γως, Ἱππ. 24. 9, Τιμοκλῆς ἐν «Ἥρωσιν» 2, κτλ. 4) [[περίεργος]], δεισιδαιμονίας [[πλήρης]], ἱερουργίαι Πλουτ. Ἀλέξ. 2· τὰ περίεργα, περίεργα τεχνάσματα, Πράξ. Ἀποστ. ιθ', 19· πρβλ. [[περιεργία]] ΙΙΙ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «περίεργον. περιττὸν· ἢ στρεβλὸν».
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>I. 1</b> qui prend un soin superflu, minutieux à l’excès ; περίεργόν ἐστι avec l’inf. ISOCR il est superflu de …;<br /><b>2</b> qui s’occupe de ce qui ne le regarde pas, indiscret;<br /><b>II.</b> travaillé avec un soin excessif, d’un art raffiné : τὸ περίεργον LUC soin excessif, art prétentieux;<br /><i>Cp.</i> περιεργότερος.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ἔργον]].
}}
}}