3,274,816
edits
(13_7_1) |
(6_15) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0575.png Seite 575]] 1) sorgfältig um eine Arbeit oder ein Geschäft herum, sorgfältig, bes. aber mit übertriebener, kleinlicher Sorgfalt arbeitend; γραμματικῶν γένη, Antiphan. 5 (XI, 322); unnütz, ohne Noth Etwas thuend, ἡγήσονται περιέργους ὑπὲρ ὑμῶν τειρομένους, Lys. 12, 35; δείσας, μὴ περίεργα ἅμα μακρὰ λέγοιμεν, Plat. Polit. 286 c; φασὶ τὰς τεσσαράκονθ' ἡμέρας ἐν αἷς ὑμῖν [[ἔξεστι]] βουλεύεσθαι, περίεργον εἶναι, die seien eine unnöthige Sorgfalt, überflüssig, Andoc. 3, 33; vgl. Is. 1, 31; Isocr. 1, 27. 4, 7 u. 33 (wo die v. l. [[πάρεργον]]), in welchen Stellen man auch ein subst. τὸ περίεργον annehmen könnte. Auch = neugierig, περίεργα βλέπειν, Strat. 17 (XII, 175). – 2) mit übertriebener Sorgfalt gemacht, bes. mit Zierath überladen, verkünstelt; τὸ τῆς [[κόμης]] περίεργον, Luc. Nigr. 13; τράπεζαι, 15; π. ἀναιδέσι φαρμάκοις [[ζωγράφημα]], Plut. de adul. et am. discr. 32; auch vom Ausdrucke, Sp.; δύναμιν αὐτἡν καλοῦμεν οὐ κατὰ τὸ περίεργον, ἀλλ' [[ἁπλῶς]] κατὰ τὸ δύνασθαι, S. Emp. pyrrh. 1, 9. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0575.png Seite 575]] 1) sorgfältig um eine Arbeit oder ein Geschäft herum, sorgfältig, bes. aber mit übertriebener, kleinlicher Sorgfalt arbeitend; γραμματικῶν γένη, Antiphan. 5 (XI, 322); unnütz, ohne Noth Etwas thuend, ἡγήσονται περιέργους ὑπὲρ ὑμῶν τειρομένους, Lys. 12, 35; δείσας, μὴ περίεργα ἅμα μακρὰ λέγοιμεν, Plat. Polit. 286 c; φασὶ τὰς τεσσαράκονθ' ἡμέρας ἐν αἷς ὑμῖν [[ἔξεστι]] βουλεύεσθαι, περίεργον εἶναι, die seien eine unnöthige Sorgfalt, überflüssig, Andoc. 3, 33; vgl. Is. 1, 31; Isocr. 1, 27. 4, 7 u. 33 (wo die v. l. [[πάρεργον]]), in welchen Stellen man auch ein subst. τὸ περίεργον annehmen könnte. Auch = neugierig, περίεργα βλέπειν, Strat. 17 (XII, 175). – 2) mit übertriebener Sorgfalt gemacht, bes. mit Zierath überladen, verkünstelt; τὸ τῆς [[κόμης]] περίεργον, Luc. Nigr. 13; τράπεζαι, 15; π. ἀναιδέσι φαρμάκοις [[ζωγράφημα]], Plut. de adul. et am. discr. 32; auch vom Ausdrucke, Sp.; δύναμιν αὐτἡν καλοῦμεν οὐ κατὰ τὸ περίεργον, ἀλλ' [[ἁπλῶς]] κατὰ τὸ δύνασθαι, S. Emp. pyrrh. 1, 9. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''περίεργος''': -ον, (*[[ἔργω]]) ὁ πολὺ ἢ καθ’ ὑπερβολὴν φροντίζων, εἰς μάταιον κόπον ὑποβάλλων ἑαυτόν, Λυσ. 123. 24· ἐπὶ ἰατρῶν, Ἀριστ. π. Ἀναπν. 21, 7· ἐπὶ γραμματικῶν, Ἀνθ. Π. 11. 322. 2) ὁ ασχολούμενος εἰς τὰ πράγματα τῶν ἄλλων, ὁ ἀναμιγνυόμενος εἰς ξένας ὑποθέσεις, τὰ ἀλλότρια περιεργαζόμενος, Λατ. curiosus, Ἰσοκρ. 102Α, Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 1· περίεργα βλέπειν, βλέπειν [[μετὰ]] περιεργείας, Ἀνθ. Π. 12. 175. 3) [[πλήρης]] περιεργίας, ἔχων νοῦν ἐρευνητικόν, [[ἐρευνητικός]], Ἡρῳδιαν. 4. 12. ΙΙ. παθ., ὁ μετ’ ἰδιαζούσης προσοχῆς πεποιημένος, π. [[πόλεμος]], [[λίαν]] [[δαπανηρός]] [[πόλεμος]], Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 124 2) ὁ [[μετὰ]] πολλῆς ἀκριβείας εἰργασμένος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 310, Πλούτ. 2. 64Α· τὸ τῆς [[κόμης]] π. Λουκ. Νιγρ. 13· ἰδίως ἐπὶ γλώσσης ἢ ὕφους, ὀνόματα, λόγοι Αἰσχίν. 86. 27, Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 14· τὸ π. Θουκυδίδου ὁ αὐτ. ἐν τῷ τῶν Ἀρχ. Κρίσεις 3. 2· συγκρ., περιεργοτέρα [[λέξις]] ὁ αὐτ. π. Ἰσαίου 3· - συγκρ. ἐπίρρ., περιεργότερον ἠσκημένος τὴν κόμην Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 1, 1. 3) [[περιττός]], περίεργα καὶ μικρὰ λέγειν Πλάτ. Πολιτ. 286C· εἴ τις π. ἀφαιρεθῇ (ἐξυπ. [[δαπάνη]]) Ἀριστ. Ρητορ. 1. 4, 8· π. ἐστί τι Ἀνδοκ. 27. 35, πρβλ. Ἰσαῖ. 1. 38· π. [ἐστὶ] τὸ λέγειν Ἀριστ. Πολιτ. 5. 11, 33, πρβλ. Ρητορ. 1. 10, 9. - Ἐπίρρ. -γως, Ἱππ. 24. 9, Τιμοκλῆς ἐν «Ἥρωσιν» 2, κτλ. 4) [[περίεργος]], δεισιδαιμονίας [[πλήρης]], ἱερουργίαι Πλουτ. Ἀλέξ. 2· τὰ περίεργα, περίεργα τεχνάσματα, Πράξ. Ἀποστ. ιθ', 19· πρβλ. [[περιεργία]] ΙΙΙ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «περίεργον. περιττὸν· ἢ στρεβλὸν». | |||
}} | }} |