3,276,932
edits
(6_10) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φλέψ''': ἡ, γεν. φλεβός· [[ὡσαύτως]] ἀρσ., φλέβες οἰδαίνοντες Νόνν. Διονυσ. 47. 11· (ἴδε ἐν λ. [[φλέω]])· ― [[φλέψ]], κοινῶς «[[φλέβα]]» ἐν ζῶντι σώματι, Ἰλ. Ν. 546, Ἡρόδ. 4. 2, 187, Αἰσχύλ. Ἀποσπάσμ. 230, Σοφ. Φιλ. 825· φλὲψ [[κοίλη]], vena cava, δι’ ἧς τὸ [[αἷμα]] ἐπιστρέφει εἰς τὴν καρδίαν, Ἱππ. 344. 30, Εὐριπ. Ἴων 1011 ([[ἔνθα]] ἴδε Musgr.), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 17, 1· [[ὡσαύτως]] καλεῖται καὶ [[μεγάλη]] ἢ μεγίστη, ὁ αὐτ. 1. 16. 12., 3. 3, 17, πρβλ. Ἰλ. Ν. 546· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἄλλων ἐν τῷ σώματι σωλήνων ἢ ἀγωγῶν, φ. ἠπατῖτις, [[σπληνῖτις]], Συέννεσις παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 2, 7· φλέβες σπερματίτιδες [[αὐτόθι]] 15, κλπ., ἴδε Bonitz Πίνακ. Ἀριστ. σ. 824b, κἑξ.· ― φλὲψ γονίμη, τὸ ἀνδρικὸν [[μόριον]], Ἀνθ. Παλατ. 6. 218· [[οὕτως]] ἀπολ., Ἀνθ. Πλαν. 261· φλεβὸς τροπωτὴρ Ξέναρχος ἐν «Βουταλίωνι» σ. 1. 8. [[ἔνθα]] ἴδε Meinecke· ― [[φλέβα]] σχάζειν, ἀνοίγειν, χαράττειν, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 58· λύειν Ἀθήν. 45F· φλὲψ σφύζει, «κτυπᾷ», τινάσσεται, Ἱππ. 1046C, κλπ.· ἐξανίσταται Λουκ. Δὶς Κατηγ. 11. ― Κατ’ ἀρχὰς πάντα τὰ αἱματοφόρα ἀγγεῖα δηλ. καὶ ἀρτηρίαι καὶ [[κυρίως]] φλέβες ἐκαλοῦντο φλέβες· περὶ δὲ τοῦ χρόνου καθ’ ὃν ἐγένετο διαστολὴ μεταξὺ τῶν δύο ἴδε [[ἀρτηρία]] ΙΙ. 2) ὡς τὸ [[πηγή]], πᾶν [[εἶδος]] φλεβός, [[οἷον]] μετάλλου ἐν τῇ γῇ, ὡς καὶ νῦν, Ξενοφ. Πόροι 1. 5, Ἀριστ. π. Γεν. κ. Φθορ. 1. 9, 1, Διόδ. 2. 36· φλὲψ ὕδατος, ὡς καὶ νῦν, Ἀριστ. Προβλ. 23, 37· αἱ φλέβ. τῆς πηγῆς Πολύβ. 34. 9, 7, πρβλ. Γεωπον. 2. 5, 6. 3) ἐπὶ τῶν φλεβῶν, ἢ ἀγγείων τῶν φυτῶν, ἐν οἷς κυκλοφορεῖται ὁ [[χυμός]], Ἀριστ. περὶ Ζῴων Μορ. 3, 5, 10, περὶ Φυτ. 1. 3, 2, κ. ἀλλ. | |lstext='''φλέψ''': ἡ, γεν. φλεβός· [[ὡσαύτως]] ἀρσ., φλέβες οἰδαίνοντες Νόνν. Διονυσ. 47. 11· (ἴδε ἐν λ. [[φλέω]])· ― [[φλέψ]], κοινῶς «[[φλέβα]]» ἐν ζῶντι σώματι, Ἰλ. Ν. 546, Ἡρόδ. 4. 2, 187, Αἰσχύλ. Ἀποσπάσμ. 230, Σοφ. Φιλ. 825· φλὲψ [[κοίλη]], vena cava, δι’ ἧς τὸ [[αἷμα]] ἐπιστρέφει εἰς τὴν καρδίαν, Ἱππ. 344. 30, Εὐριπ. Ἴων 1011 ([[ἔνθα]] ἴδε Musgr.), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 17, 1· [[ὡσαύτως]] καλεῖται καὶ [[μεγάλη]] ἢ μεγίστη, ὁ αὐτ. 1. 16. 12., 3. 3, 17, πρβλ. Ἰλ. Ν. 546· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἄλλων ἐν τῷ σώματι σωλήνων ἢ ἀγωγῶν, φ. ἠπατῖτις, [[σπληνῖτις]], Συέννεσις παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 2, 7· φλέβες σπερματίτιδες [[αὐτόθι]] 15, κλπ., ἴδε Bonitz Πίνακ. Ἀριστ. σ. 824b, κἑξ.· ― φλὲψ γονίμη, τὸ ἀνδρικὸν [[μόριον]], Ἀνθ. Παλατ. 6. 218· [[οὕτως]] ἀπολ., Ἀνθ. Πλαν. 261· φλεβὸς τροπωτὴρ Ξέναρχος ἐν «Βουταλίωνι» σ. 1. 8. [[ἔνθα]] ἴδε Meinecke· ― [[φλέβα]] σχάζειν, ἀνοίγειν, χαράττειν, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 58· λύειν Ἀθήν. 45F· φλὲψ σφύζει, «κτυπᾷ», τινάσσεται, Ἱππ. 1046C, κλπ.· ἐξανίσταται Λουκ. Δὶς Κατηγ. 11. ― Κατ’ ἀρχὰς πάντα τὰ αἱματοφόρα ἀγγεῖα δηλ. καὶ ἀρτηρίαι καὶ [[κυρίως]] φλέβες ἐκαλοῦντο φλέβες· περὶ δὲ τοῦ χρόνου καθ’ ὃν ἐγένετο διαστολὴ μεταξὺ τῶν δύο ἴδε [[ἀρτηρία]] ΙΙ. 2) ὡς τὸ [[πηγή]], πᾶν [[εἶδος]] φλεβός, [[οἷον]] μετάλλου ἐν τῇ γῇ, ὡς καὶ νῦν, Ξενοφ. Πόροι 1. 5, Ἀριστ. π. Γεν. κ. Φθορ. 1. 9, 1, Διόδ. 2. 36· φλὲψ ὕδατος, ὡς καὶ νῦν, Ἀριστ. Προβλ. 23, 37· αἱ φλέβ. τῆς πηγῆς Πολύβ. 34. 9, 7, πρβλ. Γεωπον. 2. 5, 6. 3) ἐπὶ τῶν φλεβῶν, ἢ ἀγγείων τῶν φυτῶν, ἐν οἷς κυκλοφορεῖται ὁ [[χυμός]], Ἀριστ. περὶ Ζῴων Μορ. 3, 5, 10, περὶ Φυτ. 1. 3, 2, κ. ἀλλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=φλεβός (ἡ, <i>p. exc.</i> ὁ)<br />veine.<br />'''Étymologie:''' R. Φλυ, couler ; cf. <i>lat.</i> fluo. | |||
}} | }} |