3,273,773
edits
(6_15) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τροφός''': ὁ, καὶ ἡ, ([[τρέφω]]) ὁ τρέφων, ἀνατρέφων, Ὅμ., μόνον ἐν τῇ Ὀδ. καὶ ἀείποτε ὡς θηλ. ἐπὶ τροφοῦ, [[φίλη]] τροφὸς Εὐρύκλεια Β. 361, κ. ἄλλ.· οὕτω παρ’ Ἡροδ. 2. 156., 61, καὶ [[συχν]]. παρ’ Ἀττικ.· ἐπὶ μητρός, Σοφ. Αἴ. 849, Ο. Κ. 760. - Τὸ ἀρσεν. [[κυρίως]] ἦν ἐν χρήσει ἐν τῷ τύπῳ, [[τροφεύς]], Λοβεκ. Παραλ. 316· ἀλλὰ καὶ τροφὸς ὡς ἀρσεν. ἀπαντᾷ ἐν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 45, ἐν Ἠλ. 409, Πλάτ. Πολιτ. 268Α, Β. 2) μεταφορ. ἐπὶ πόλεως, [[Συράκουσαι]], ἀνδρῶν ἵππων τε δαιμόνιαι τροφοὶ Πινδ. Π. 2. 5· γῇ τε μητρί, φιλτάτῃ τροφῷ Αἰσχύλ. Θήβ. 16· αἵμαθ’ ἐκποθένθ’ ὑπὸ χθονὸς τροφοῦ ὁ αὐτ. ἐν Χο. 66, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 1092· [[μήτηρ]] ἁπάντων [[γαῖα]] καὶ κοινὴ τρ. Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 617· νὺξ ἄστρων τρ. Εὐρ. Ἠλ. 54· τὴν γεωργίαν τῶν ἄλλων τεχνῶν μητέρα καὶ τρ. Ξενοφ. Οἰκ. 5, 17, πρβλ. Πλάτ. Πολιτ. 267D. 3) ἐν τῷ οὐδετ., τὸ τροφόν, τὸ τρέφον, ἡ [[τροφή]], [[αὐτόθι]] 289Α. ΙΙ. Παθ. «τροφοί· θρέμματα» (ὁ Meineke τροφαί) Ἡσύχ. | |lstext='''τροφός''': ὁ, καὶ ἡ, ([[τρέφω]]) ὁ τρέφων, ἀνατρέφων, Ὅμ., μόνον ἐν τῇ Ὀδ. καὶ ἀείποτε ὡς θηλ. ἐπὶ τροφοῦ, [[φίλη]] τροφὸς Εὐρύκλεια Β. 361, κ. ἄλλ.· οὕτω παρ’ Ἡροδ. 2. 156., 61, καὶ [[συχν]]. παρ’ Ἀττικ.· ἐπὶ μητρός, Σοφ. Αἴ. 849, Ο. Κ. 760. - Τὸ ἀρσεν. [[κυρίως]] ἦν ἐν χρήσει ἐν τῷ τύπῳ, [[τροφεύς]], Λοβεκ. Παραλ. 316· ἀλλὰ καὶ τροφὸς ὡς ἀρσεν. ἀπαντᾷ ἐν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 45, ἐν Ἠλ. 409, Πλάτ. Πολιτ. 268Α, Β. 2) μεταφορ. ἐπὶ πόλεως, [[Συράκουσαι]], ἀνδρῶν ἵππων τε δαιμόνιαι τροφοὶ Πινδ. Π. 2. 5· γῇ τε μητρί, φιλτάτῃ τροφῷ Αἰσχύλ. Θήβ. 16· αἵμαθ’ ἐκποθένθ’ ὑπὸ χθονὸς τροφοῦ ὁ αὐτ. ἐν Χο. 66, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 1092· [[μήτηρ]] ἁπάντων [[γαῖα]] καὶ κοινὴ τρ. Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 617· νὺξ ἄστρων τρ. Εὐρ. Ἠλ. 54· τὴν γεωργίαν τῶν ἄλλων τεχνῶν μητέρα καὶ τρ. Ξενοφ. Οἰκ. 5, 17, πρβλ. Πλάτ. Πολιτ. 267D. 3) ἐν τῷ οὐδετ., τὸ τροφόν, τὸ τρέφον, ἡ [[τροφή]], [[αὐτόθι]] 289Α. ΙΙ. Παθ. «τροφοί· θρέμματα» (ὁ Meineke τροφαί) Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ός, όν :<br />qui nourrit, qui élève ; ἡ [[τροφός]] nourrice.<br />'''Étymologie:''' [[τρέφω]]. | |||
}} | }} |