3,277,227
edits
(6_23) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προκαταγιγνώσκω''': καταγινώσκω ἐκ τῶν προτέρων, [[καταδικάζω]] τινὰ κατὰ προηγουμένην ἰδίαν ἀπόφασιν, [[προδικάζω]] πρὶν ἢ ἀκούσω τὴν κατηγορίαν ἢ ἀπολογίαν, τινὸς Δημ. 586. 23, Πολύβ. κτλ.· μὴ προκαταγίγνωσκ’..., πρὶν ἂν γ’ ἀκούσῃς ἀμφοτέρων Ἀριστ. Σφ. 919· μὴ προκατεγνωκέναι μηδὲν Δημ. 226. 9. 2) μετ’ ἀπαρ., πρ. ἡμῶν… ἥσσους [[εἶναι]], καταδικάζετε ἡμᾶς ἐκ τῶν προτέρων καὶ λέγετε ὅτι εἴμεθα..., Θουκ. 3. 53· οὕτω, σφῶν αὐτῶν πρ. ἀδικεῖν Λυσ. 160. 1. πρ. ἀδικεῖν ([[ἄνευ]] τοῦ τινός), Ἀνδοκ. 1. 18· καὶ πρ. ὡς ἀδικῶ Αἰσχίν. 29. 10. 3) πρ. τὶ τινος, [[οἷον]], φόνον τινός, ἀποφασίζω ἐκ τῶν προτέρων κατὰ τινος ὡς φονέως, Ἀντιφῶν 139. 30· οὕτω, πρ. ἄδικόν τι ὁ αὐτ. 129. 40· ἀδικίαν τινὸς Λυσ. 152. 40· ― [[ἀλλά]], πρ. θάνατόν τινος, [[καταδικάζω]] τινὰ εἰς θάνατον [[προηγουμένως]], Διόδ. 18. 60, πρβλ. Δίωνα Κ. 46. 11. ― Ῥημ. ἐπίθ. προκαταγνωστέον, δεῖ προκαταγινώσκειν, Κλήμ. Ἀλ. 773. | |lstext='''προκαταγιγνώσκω''': καταγινώσκω ἐκ τῶν προτέρων, [[καταδικάζω]] τινὰ κατὰ προηγουμένην ἰδίαν ἀπόφασιν, [[προδικάζω]] πρὶν ἢ ἀκούσω τὴν κατηγορίαν ἢ ἀπολογίαν, τινὸς Δημ. 586. 23, Πολύβ. κτλ.· μὴ προκαταγίγνωσκ’..., πρὶν ἂν γ’ ἀκούσῃς ἀμφοτέρων Ἀριστ. Σφ. 919· μὴ προκατεγνωκέναι μηδὲν Δημ. 226. 9. 2) μετ’ ἀπαρ., πρ. ἡμῶν… ἥσσους [[εἶναι]], καταδικάζετε ἡμᾶς ἐκ τῶν προτέρων καὶ λέγετε ὅτι εἴμεθα..., Θουκ. 3. 53· οὕτω, σφῶν αὐτῶν πρ. ἀδικεῖν Λυσ. 160. 1. πρ. ἀδικεῖν ([[ἄνευ]] τοῦ τινός), Ἀνδοκ. 1. 18· καὶ πρ. ὡς ἀδικῶ Αἰσχίν. 29. 10. 3) πρ. τὶ τινος, [[οἷον]], φόνον τινός, ἀποφασίζω ἐκ τῶν προτέρων κατὰ τινος ὡς φονέως, Ἀντιφῶν 139. 30· οὕτω, πρ. ἄδικόν τι ὁ αὐτ. 129. 40· ἀδικίαν τινὸς Λυσ. 152. 40· ― [[ἀλλά]], πρ. θάνατόν τινος, [[καταδικάζω]] τινὰ εἰς θάνατον [[προηγουμένως]], Διόδ. 18. 60, πρβλ. Δίωνα Κ. 46. 11. ― Ῥημ. ἐπίθ. προκαταγνωστέον, δεῖ προκαταγινώσκειν, Κλήμ. Ἀλ. 773. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> προκαταγνώσομαι, <i>ao.2</i> προκατέγνων, <i>etc.</i><br /><b>1</b> condamner d’avance : τινός, qqn;<br /><b>2</b> se prononcer d’avance (par la pensée) contre qqn : τινὸς ἀδικίαν LUC juger d’avance une faute commise par qqn, préjuger la culpabilité de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[καταγιγνώσκω]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[προκατακρίνω]]. | |||
}} | }} |