Anonymous

προκαταγιγνώσκω: Difference between revisions

From LSJ
34
(Bailly1_4)
(34)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> προκαταγνώσομαι, <i>ao.2</i> προκατέγνων, <i>etc.</i><br /><b>1</b> condamner d’avance : τινός, qqn;<br /><b>2</b> se prononcer d’avance (par la pensée) contre qqn : τινὸς ἀδικίαν LUC juger d’avance une faute commise par qqn, préjuger la culpabilité de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[καταγιγνώσκω]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[προκατακρίνω]].
|btext=<i>f.</i> προκαταγνώσομαι, <i>ao.2</i> προκατέγνων, <i>etc.</i><br /><b>1</b> condamner d’avance : τινός, qqn;<br /><b>2</b> se prononcer d’avance (par la pensée) contre qqn : τινὸς ἀδικίαν LUC juger d’avance une faute commise par qqn, préjuger la culpabilité de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[καταγιγνώσκω]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[προκατακρίνω]].
}}
{{grml
|mltxt=και προκαταγινώσκω Α<br /><b>1.</b> [[προδικάζω]] ή [[καταδικάζω]] εκ τών προτέρων με προσωπική [[απόφαση]], [[πριν]] να ακούσω την [[κατηγορία]] ή την [[απολογία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[προκαταγιγνώσκω]] τινὸς φόνον» — [[αποφασίζω]] εκ τών προτέρων [[εναντίον]] κάποιου ότι [[είναι]] [[φονιάς]]<br />β) «[[προκαταγιγνώσκω]] θάνατόν τινος» — [[καταδικάζω]] κάποιον σε θάνατο εκ τών προτέρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καταγιγνώσκω]] «[[καταδικάζω]], [[κηρύσσω]] ένοχο»].
}}
}}