πρόδικος: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_15)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πρόδῐκος''': -ον, ([[δίκη]]) ὁ πρῶτος δικαζόμενος, δίκαι πρόδικοι ὧν [[εἶναι]] ἡ σειρὰ νὰ δικασθῶσι πρῶται, Συλλ. Ἐπιγρ. 2096, 2374c, d (προσθῆκαι), πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 260. 2) ὁ διὰ διαιτησίας ἀποφασιζόμενος, [[ἐθέλω]] δίκην δοῦναι πρόδικον Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 260. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[συνήγορος]], [[ὑπερασπιστής]], [[ἐκδικητής]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 450, πρβλ. Πλούτ. 2. 1083C· ― ὑπῆρχον δημόσιοι πρόδικοι ἐν Κερκύρᾳ χρησιμεύοντες ὡς διαιτηταί, Συλλ. Ἐπιγρ. 1899, 1841-45· ἐν Ἱεραπύτνῃ τῆς Κρήτης, 2556. 64. 2) ἐν Σπάρτῃ, ὁ [[ἐπίτροπος]] νεαροῦ βασιλέως, Ξεν. Ἑλλ. 4. 2, 9· πρβλ. Πλουτ. Λυκοῦργ. 3. ― [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «πρόδικον δικαστὴν ἐπὶ φίλων καὶ διαιτητήν· Ἀριστοφάνης Κενταύρῳ, “ἐγὼ γὰρ εἴ τι σ’ ἠδίκησ’ [[ἐθέλω]] δίκην δοῦναι πρόδικον ἐν τῶν φίλων τῶν σῶν ἑνί”».
|lstext='''πρόδῐκος''': -ον, ([[δίκη]]) ὁ πρῶτος δικαζόμενος, δίκαι πρόδικοι ὧν [[εἶναι]] ἡ σειρὰ νὰ δικασθῶσι πρῶται, Συλλ. Ἐπιγρ. 2096, 2374c, d (προσθῆκαι), πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 260. 2) ὁ διὰ διαιτησίας ἀποφασιζόμενος, [[ἐθέλω]] δίκην δοῦναι πρόδικον Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 260. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[συνήγορος]], [[ὑπερασπιστής]], [[ἐκδικητής]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 450, πρβλ. Πλούτ. 2. 1083C· ― ὑπῆρχον δημόσιοι πρόδικοι ἐν Κερκύρᾳ χρησιμεύοντες ὡς διαιτηταί, Συλλ. Ἐπιγρ. 1899, 1841-45· ἐν Ἱεραπύτνῃ τῆς Κρήτης, 2556. 64. 2) ἐν Σπάρτῃ, ὁ [[ἐπίτροπος]] νεαροῦ βασιλέως, Ξεν. Ἑλλ. 4. 2, 9· πρβλ. Πλουτ. Λυκοῦργ. 3. ― [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «πρόδικον δικαστὴν ἐπὶ φίλων καὶ διαιτητήν· Ἀριστοφάνης Κενταύρῳ, “ἐγὼ γὰρ εἴ τι σ’ ἠδίκησ’ [[ἐθέλω]] δίκην δοῦναι πρόδικον ἐν τῶν φίλων τῶν σῶν ἑνί”».
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> défenseur de la justice, du droit, <i>particul.</i> qui défend en justice les intérêts d’un autre, défenseur;<br /><b>2</b> <i>particul., à Sparte</i>, tuteur des rois mineurs.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[δίκη]].
}}
}}