πρόδικος
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
English (LSJ)
πρόδικον, (δίκη)
A judged first, δ. πρόδικος = a cause which has priority of hearing, IG9(1).334.32 (Locr., v B.C.), cf. Michel497.2 (Aerae, iii B.C.), etc.
2 Act., judging in first instance, πόλις Schwyzer 328aiiB 8(Delph., iv B.C.), cf. GDI5040.63 (Crete).
3 decided by arbitration, ἐθέλω δίκην δοῦναι πρόδικον Ar.Fr.267; ἵνα ἀπολάβῃς τὴν τιμὴν τοῦ βάρδου πρόδικον BGU276.12 (ii/iii A.D., cf. ii p.355).
II Subst., defender, avenger, A.Ag.450(lyr.); representative in legal proceedings, advocate, γυναικὸς ἑαυτοῦ BGU969.7(ii A.D.); especially of public advocates, IG9(1).694.114(Corc.): metaph., advocate, patron, τῆς ἐναργείας Plu.2.1083c.
2 at Sparta, a young king's guardian, X.HG4.2.9, Plu.Lyc.3.
German (Pape)
[Seite 716] vorher gerichtet; δίκη, ein Rechtshandel, der einem Schiedsrichter vorgelegt und entschieden ist, bevor man sich an ein Gericht wendet; auch der vor allen andern zuerst vorgenommene Rechtshandel, Inscr.; – ὁ πρόδ., der Schiedsrichter; übh. Rechtsprecher, Herrscher, Ἀτρεῖδαι, Aesch. Ag. 439; – Vormund, Xen. Hell. 4, 2, 9; bes. in Sparta, Vormund der unmündigen Könige, Plut. Lycurg. 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 défenseur de la justice, du droit, particul. qui défend en justice les intérêts d'un autre, défenseur;
2 particul., à Sparte, tuteur des rois mineurs.
Étymologie: πρό, δίκη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόδικος -ον [πρό, δίκη] pleitbezorger, wreker:. προδίκοις Ἀτρείδαις de wrekende Atreïden Aeschl. Ag. 451. voogd (van een minderjarige koning in Sparta).
Russian (Dvoretsky)
πρόδῐκος: уже подвергнутый обсуждению, рассмотренный (δίκη Arph.).
πρόδῐκος: II ὁ
1) (право)заступник, защитник Aesch.;
2) (преимущ. в Спарте) опекун несовершеннолетнего царя Xen., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
πρόδῐκος: -ον, (δίκη) ὁ πρῶτος δικαζόμενος, δίκαι πρόδικοι ὧν εἶναι ἡ σειρὰ νὰ δικασθῶσι πρῶται, Συλλ. Ἐπιγρ. 2096, 2374c, d (προσθῆκαι), πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 260. 2) ὁ διὰ διαιτησίας ἀποφασιζόμενος, ἐθέλω δίκην δοῦναι πρόδικον Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 260. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., συνήγορος, ὑπερασπιστής, ἐκδικητής, Αἰσχύλ. Ἀγ. 450, πρβλ. Πλούτ. 2. 1083C· ― ὑπῆρχον δημόσιοι πρόδικοι ἐν Κερκύρᾳ χρησιμεύοντες ὡς διαιτηταί, Συλλ. Ἐπιγρ. 1899, 1841-45· ἐν Ἱεραπύτνῃ τῆς Κρήτης, 2556. 64. 2) ἐν Σπάρτῃ, ὁ ἐπίτροπος νεαροῦ βασιλέως, Ξεν. Ἑλλ. 4. 2, 9· πρβλ. Πλουτ. Λυκοῦργ. 3. ― Κατὰ Σουΐδ.: «πρόδικον δικαστὴν ἐπὶ φίλων καὶ διαιτητήν· Ἀριστοφάνης Κενταύρῳ, “ἐγὼ γὰρ εἴ τι σ’ ἠδίκησ’ ἐθέλω δίκην δοῦναι πρόδικον ἐν τῶν φίλων τῶν σῶν ἑνί”».
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που έχει το προνόμιο ή το δικαίωμα της προδικίας («δίκαι πρόδικαι», επιγρ.)
2. αυτός που έχει το δικαίωμα να δικάσει, να κρίνει πρώτος («πρόδικος πόλις», επιγρ.)
3. αυτός που αποφασίζεται με διαιτησία («ἐθέλω δίκην δοῦν
αι πρόδικον», Αριστοφ.)
4. το αρσ. ως ουσ. ὁ πρόδικος
α) υπερασπιστής, εκδικητής («φθονερὸν δ' ὑπ' ἄλγος ἕρπει προδίκοις Ἀτρείδαις», Αισχύλ.)
β) εκπρόσωπος ενώπιον της δικαιοσύνης, δικηγόρος
γ) δημόσιος συνήγορος
δ) μτφ. προστάτης, υπέρμαχος, υποστηρικτής («τί ἀξιοῦσιν οἱ πρόδικοι τῆς ἐναργείας οὗτοι;», Πλούτ.)
ε) (στη Σπάρτη) κηδεμόνας ανήλικου βασιλιά που φρόντιζε για την ανατροφή του μέχρι την ενηλικίωσή του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -δικος (< δίκη), πρβλ. κατά-δικος].
Greek Monotonic
πρόδῐκος: ὁ (δίκη),
1. συνήγορος, υπερασπιστής, εκδικητής, σε Αισχύλ.
2. στη Σπάρτη, επίτροπος νεαρού βασιλιά, σε Ξεν.· αντιβασιλέας, σε Πλούτ.
Middle Liddell
πρό-δῐκος, ὁ, δίκη
1. an advocate, defender, avenger, Aesch.
2. at Sparta, a young king's guardian, Xen.: regent, Plut.