προσπίτνω: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_20)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσπίτνω''': ποιητ. ἀντὶ [[προσπίπτω]] (ἴδε ἐν λ. [[πίτνω]]), [[πίπτω]] ἐπὶ τὸν τράχηλόν τινος, ἐναγκαλίζομαί τινα, τινι Εὐρ. Ἠλ. 576· νεκρῷ ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 1205· ἀμφὶ σὰν γενειάδα ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 1208. 2) [[ἔρχομαι]], [[παρουσιάζομαι]], ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1429. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, [[ἐπιπίπτω]], ἰοὶ προσπίτνοντες ὤλλυσαν Αἰσχύλ. Πέρσ. 461· ἐπὶ ὀργῆς, σοὶ φρενῶν [[χόλος]] πρ. Εὐρ. Μήδ. 1266. ΙΙΙ. [[πίπτω]] ἐνώπιόν τινος, [[ἱκετεύω]], ἀπολ., [[αὐτοῦ]] δὲ προσπίτνουσα Σοφ. Ἠλ. 453· [[μετὰ]] δοτ., προσπίτνομέν σοι ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1754· ἀλλὰ συχνότερον μετ’ αἰτ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 152, Εὐρ. Φοίν. 924, κτλ.· πρ. γόνυ τινὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 10, πρβλ. Ἑλ. 64· [[προσπίτνω]] σε γόνασι Σοφ. Φιλ. 485· [[ὡσαύτως]], πρ. τινὰ γονυπετεῖς ἕδρας, [[πίπτω]] ἐνώπιόν τινος εἰς τὰ γόνατα, [[γονατίζω]], Εὐρ. Φοίν. 293· - μετ’ ἀπαρ., πρ. σε μὴ θανεῖν, σὲ [[ἱκετεύω]] νὰ μὴ ἀποθάνω, Σοφ. Ἠλ. 221.
|lstext='''προσπίτνω''': ποιητ. ἀντὶ [[προσπίπτω]] (ἴδε ἐν λ. [[πίτνω]]), [[πίπτω]] ἐπὶ τὸν τράχηλόν τινος, ἐναγκαλίζομαί τινα, τινι Εὐρ. Ἠλ. 576· νεκρῷ ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 1205· ἀμφὶ σὰν γενειάδα ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 1208. 2) [[ἔρχομαι]], [[παρουσιάζομαι]], ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1429. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, [[ἐπιπίπτω]], ἰοὶ προσπίτνοντες ὤλλυσαν Αἰσχύλ. Πέρσ. 461· ἐπὶ ὀργῆς, σοὶ φρενῶν [[χόλος]] πρ. Εὐρ. Μήδ. 1266. ΙΙΙ. [[πίπτω]] ἐνώπιόν τινος, [[ἱκετεύω]], ἀπολ., [[αὐτοῦ]] δὲ προσπίτνουσα Σοφ. Ἠλ. 453· [[μετὰ]] δοτ., προσπίτνομέν σοι ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1754· ἀλλὰ συχνότερον μετ’ αἰτ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 152, Εὐρ. Φοίν. 924, κτλ.· πρ. γόνυ τινὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 10, πρβλ. Ἑλ. 64· [[προσπίτνω]] σε γόνασι Σοφ. Φιλ. 485· [[ὡσαύτως]], πρ. τινὰ γονυπετεῖς ἕδρας, [[πίπτω]] ἐνώπιόν τινος εἰς τὰ γόνατα, [[γονατίζω]], Εὐρ. Φοίν. 293· - μετ’ ἀπαρ., πρ. σε μὴ θανεῖν, σὲ [[ἱκετεύω]] νὰ μὴ ἀποθάνω, Σοφ. Ἠλ. 221.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br /><b>1</b> tomber sur : [[τί]] [[σοι]] [[χόλος]] προσπίτνει ; EUR pourquoi la colère te saisit-elle soudainement ?;<br /><b>2</b> tomber devant qqn pour le supplier, dat. <i>ou</i> acc. : τινα γόνασι SOPH tomber aux genoux de qqn ; τινα [[μή]] avec l’inf. : tomber aux genoux de qqn pour le supplier de ne pas, <i>etc.</i><br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[πίτνω]].
}}
}}