σκυτοτομέω: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_2)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκῡτοτομέω''': [[κόπτω]] δέρμα πρὸς κατασκευὴν ὑποδημάτων, εἶμαι [[ὑποδηματοποιός]], Ἀριστοφ. Πλ. 162, 514, Πλάτ. Πολ. 454C, κ. ἀλλ.· σκ. ὑποδήματα ὁ αὐτ. ἐν Χαρμ. 161Ε.
|lstext='''σκῡτοτομέω''': [[κόπτω]] δέρμα πρὸς κατασκευὴν ὑποδημάτων, εἶμαι [[ὑποδηματοποιός]], Ἀριστοφ. Πλ. 162, 514, Πλάτ. Πολ. 454C, κ. ἀλλ.· σκ. ὑποδήματα ὁ αὐτ. ἐν Χαρμ. 161Ε.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />être cordonnier ; tailler dans le cuir, confectionner avec du cuir.<br />'''Étymologie:''' [[σκυτοτόμος]].
}}
}}