στόλος: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_14)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στόλος''': ὁ, ([[στέλλω]]) [[παρασκευή]], [[ἑτοιμασία]], ἰδίως ἡ εἰς πόλεμον, ἐξοπλισμὸς καὶ [[ἐκστρατεία]] κατὰ γῆν ἢ (συνηθέστερον) κατὰ θάλασσαν, [[συχν]]. παρ’ Ἡρόδ., στόλον... [[οὐκέτι]] κατὰ θάλασσαν.., ἀλλὰ κατ’ ἤπειρον 5. 64· [[συχν]]. [[μετὰ]] τῆς ἐπὶ μετ’ αἰτ., ὀ ἐπ. Αἰθίοπας στ. 3. 25· ἐπὶ Λυβίην στρατιῆς [[μέγας]] [[στόλος]] 4. 145· [[ὡσαύτως]], ὁ στ. [[αὐτόθι]] 73· στόλον αἴρειν Αἰσχύλ. Πέρσ. 795, Εὐρ. Ἑκ. 1141· τεθριποβάμων στ., παρασκευὴ καὶ συνοδεία μὲ τέθριππον, ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 989. 2) [[καθόλου]], [[ὁδοιπορία]] ἢ (συχνότερον) [[ταξείδιον]], Σοφ. Φιλ. 499. 2) [[καθόλου]], [[ὁδοιπορία]] ἢ (συχνότερον) [[ταξείδιον]], Σοφ. Φιλ. 499· οὔ μοι μακρὸς εἰς Οἴτην στ. [[αὐτόθι]] 490· στ. ποιεῖσθαι Ξεν. Ἀν. 1. 3, 16· πλεῦσαι Σοφ. Φιλ. 1037· ἰδίῳ στόλῳ, ταξειδεύων ἰδιαιτέρως, ἀναλαβὼν τὸ [[ταξείδιον]] τοῦτο [[μόνος]], αὐτοβούλως, ἀντίθετον τῷ δημοσίῳ ἢ κοινῷ στ., Ἡρόδ. 5. 63., 6. 39, πρβλ. Θουκ. 8. 9· μεταφορ., εὐανθέα στ. ἀναβαίνειν Πινδ. Π. 2. 114· ἐλευθέρῳ στόλῳ, ἐλευθέρως πορευόμενος, [[αὐτόθι]] 8. 141· πατρῶον στόλον, ἐπιρρηματικῶς,πεμφθεὶς ὑπὸ τοῦ πατρός, Schäf. εἰς Σοφ. Τρ. 562. β) ὁ σκοπὸς ἢ ἡ [[αἰτία]] τοῦ ταξειδίου, [[ἀποστολή]], Σοφ. Ο. Κ. 358· τινὶ στόλῳ προσέσχες.., [[πόθεν]] [[πλέων]]; πρὸς ὃ ὁ [[Νεοπτόλεμος]] ἀποκρίνεται, ἐξ Ἰλίου.. ναυστολῶ Σοφ. Φιλ. 244· ὁ δὲ στ. νῷν ἐστι παρὰ τὸν Τηρέα Ἀριστοφ. Ὄρν. 46. 3) [[ὁπλισμός]], [[ἐξοπλισμός]], [[στρατιά]], Ἡρόδ. 5. 64· τὸ ἑπτάλογχον στ., ἐπὶ τῶν ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας, Σοφ. Ο. Κ. 1305, πρβλ. Τρ. 226, 496, κτλ.· - ἤ, [[θαλασσία]] [[δύναμις]], [[στόλος]] πλοίων, Ἡρόδ. 1. 4., 5. 43· στ. [[χιλιοναύτης]], ἐπὶ τῆς [[ἐναντίον]] τῆς Τροίας ἐκστρατείας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 45, πρβλ. 577· ναυβάτῃ στόλῳ Σοφ. Φιλ. 270· οὐ πολλῷ στόλῳ, δηλ. μὲ ἕν μόνον [[πλοῖον]], [[αὐτόθι]] 547, πρβλ. 561· νεῶν στ. Θουκ. 1. 31· στ. ἀγείρειν [[αὐτόθι]] 9· συναγείρειν Ἡρόδ. 1. 4· ἀντίθετ. τῷ καταλύειν, ὁ αὐτ. 7. 16, 2· [[καθόλου]], συνοδεία [[συμμορία]], [[στρατός]], [[συχν]]. ἐν ταῖς Ἱκέτισι τοῦ Αἰσχύλ., [[οἷον]] 2. 29· παίδων, γυναικῶν, πρεσβυτίδων ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 1027, πρβλ. 856· νοσεῖ δέ μοι [[πρόπας]] [[στόλος]], [[ἅπας]] ὁ [[λαός]], Σοφ. Ο. Τ. 169. 4) παγκρατίου στ., περιφρ. ἀντὶ τοῦ [[παγκράτιον]], Πινδ. Ν. 3. 27· στ. λόγων, [[διήγημα]], Ἐμπεδ. 87. ΙΙ. [[παράρτημα]], [[ἔκφυμα]], στ. [[ὀμφαλώδης]] Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 2, 6· τὸ ὑπολειπόμενον μικρὸν [[τεμάχιον]] [[μετὰ]] τὴν ἐκτομὴν τῆς οὐρᾶς ἐν τοῖς ζῴοις, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 14, 5· σμικροῦ γ΄ ἕνεκεν [κέρκου] ἔχουσί τινα στόλον [[αὐτόθι]] 4. 10, 52. 2) = ἔμβολον, τὸ ἔμβολον πλοίου οὗ τὸ ἔσχατον [[ἄκρον]] ἐκαλεῖτο [[ἀκροστόλιον]], Πινδ. Π. 2. 114· ἦτο δὲ κεκαλυμμένον διὰ πλακῶν χαλκοῦ, [[χαλκήρης]] [[στόλος]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 408, πρβλ. Ἑρμην. εἰς Εὐρ. Ι. Τ. 1135· [[δώδεκα]] στόλοι ναῶν, ἀντὶ [[δώδεκα]] νᾶες, Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 277· δρυοπαγὴς στ. = [[πάσσαλος]], Σοφ. (Ἀποσπ. 629) παρ’ Ἡσυχ.
|lstext='''στόλος''': ὁ, ([[στέλλω]]) [[παρασκευή]], [[ἑτοιμασία]], ἰδίως ἡ εἰς πόλεμον, ἐξοπλισμὸς καὶ [[ἐκστρατεία]] κατὰ γῆν ἢ (συνηθέστερον) κατὰ θάλασσαν, [[συχν]]. παρ’ Ἡρόδ., στόλον... [[οὐκέτι]] κατὰ θάλασσαν.., ἀλλὰ κατ’ ἤπειρον 5. 64· [[συχν]]. [[μετὰ]] τῆς ἐπὶ μετ’ αἰτ., ὀ ἐπ. Αἰθίοπας στ. 3. 25· ἐπὶ Λυβίην στρατιῆς [[μέγας]] [[στόλος]] 4. 145· [[ὡσαύτως]], ὁ στ. [[αὐτόθι]] 73· στόλον αἴρειν Αἰσχύλ. Πέρσ. 795, Εὐρ. Ἑκ. 1141· τεθριποβάμων στ., παρασκευὴ καὶ συνοδεία μὲ τέθριππον, ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 989. 2) [[καθόλου]], [[ὁδοιπορία]] ἢ (συχνότερον) [[ταξείδιον]], Σοφ. Φιλ. 499. 2) [[καθόλου]], [[ὁδοιπορία]] ἢ (συχνότερον) [[ταξείδιον]], Σοφ. Φιλ. 499· οὔ μοι μακρὸς εἰς Οἴτην στ. [[αὐτόθι]] 490· στ. ποιεῖσθαι Ξεν. Ἀν. 1. 3, 16· πλεῦσαι Σοφ. Φιλ. 1037· ἰδίῳ στόλῳ, ταξειδεύων ἰδιαιτέρως, ἀναλαβὼν τὸ [[ταξείδιον]] τοῦτο [[μόνος]], αὐτοβούλως, ἀντίθετον τῷ δημοσίῳ ἢ κοινῷ στ., Ἡρόδ. 5. 63., 6. 39, πρβλ. Θουκ. 8. 9· μεταφορ., εὐανθέα στ. ἀναβαίνειν Πινδ. Π. 2. 114· ἐλευθέρῳ στόλῳ, ἐλευθέρως πορευόμενος, [[αὐτόθι]] 8. 141· πατρῶον στόλον, ἐπιρρηματικῶς,πεμφθεὶς ὑπὸ τοῦ πατρός, Schäf. εἰς Σοφ. Τρ. 562. β) ὁ σκοπὸς ἢ ἡ [[αἰτία]] τοῦ ταξειδίου, [[ἀποστολή]], Σοφ. Ο. Κ. 358· τινὶ στόλῳ προσέσχες.., [[πόθεν]] [[πλέων]]; πρὸς ὃ ὁ [[Νεοπτόλεμος]] ἀποκρίνεται, ἐξ Ἰλίου.. ναυστολῶ Σοφ. Φιλ. 244· ὁ δὲ στ. νῷν ἐστι παρὰ τὸν Τηρέα Ἀριστοφ. Ὄρν. 46. 3) [[ὁπλισμός]], [[ἐξοπλισμός]], [[στρατιά]], Ἡρόδ. 5. 64· τὸ ἑπτάλογχον στ., ἐπὶ τῶν ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας, Σοφ. Ο. Κ. 1305, πρβλ. Τρ. 226, 496, κτλ.· - ἤ, [[θαλασσία]] [[δύναμις]], [[στόλος]] πλοίων, Ἡρόδ. 1. 4., 5. 43· στ. [[χιλιοναύτης]], ἐπὶ τῆς [[ἐναντίον]] τῆς Τροίας ἐκστρατείας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 45, πρβλ. 577· ναυβάτῃ στόλῳ Σοφ. Φιλ. 270· οὐ πολλῷ στόλῳ, δηλ. μὲ ἕν μόνον [[πλοῖον]], [[αὐτόθι]] 547, πρβλ. 561· νεῶν στ. Θουκ. 1. 31· στ. ἀγείρειν [[αὐτόθι]] 9· συναγείρειν Ἡρόδ. 1. 4· ἀντίθετ. τῷ καταλύειν, ὁ αὐτ. 7. 16, 2· [[καθόλου]], συνοδεία [[συμμορία]], [[στρατός]], [[συχν]]. ἐν ταῖς Ἱκέτισι τοῦ Αἰσχύλ., [[οἷον]] 2. 29· παίδων, γυναικῶν, πρεσβυτίδων ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 1027, πρβλ. 856· νοσεῖ δέ μοι [[πρόπας]] [[στόλος]], [[ἅπας]] ὁ [[λαός]], Σοφ. Ο. Τ. 169. 4) παγκρατίου στ., περιφρ. ἀντὶ τοῦ [[παγκράτιον]], Πινδ. Ν. 3. 27· στ. λόγων, [[διήγημα]], Ἐμπεδ. 87. ΙΙ. [[παράρτημα]], [[ἔκφυμα]], στ. [[ὀμφαλώδης]] Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 2, 6· τὸ ὑπολειπόμενον μικρὸν [[τεμάχιον]] [[μετὰ]] τὴν ἐκτομὴν τῆς οὐρᾶς ἐν τοῖς ζῴοις, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 14, 5· σμικροῦ γ΄ ἕνεκεν [κέρκου] ἔχουσί τινα στόλον [[αὐτόθι]] 4. 10, 52. 2) = ἔμβολον, τὸ ἔμβολον πλοίου οὗ τὸ ἔσχατον [[ἄκρον]] ἐκαλεῖτο [[ἀκροστόλιον]], Πινδ. Π. 2. 114· ἦτο δὲ κεκαλυμμένον διὰ πλακῶν χαλκοῦ, [[χαλκήρης]] [[στόλος]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 408, πρβλ. Ἑρμην. εἰς Εὐρ. Ι. Τ. 1135· [[δώδεκα]] στόλοι ναῶν, ἀντὶ [[δώδεκα]] νᾶες, Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 277· δρυοπαγὴς στ. = [[πάσσαλος]], Σοφ. (Ἀποσπ. 629) παρ’ Ἡσυχ.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> action de se préparer pour une marche ; action d’aller, de se mettre en marche, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> trajet, voyage : [[πάλιν]] τὸν στόλον ποιεῖσθαι XÉN reprendre (continuer) l’expédition ; ὁ [[οἴκαδε]] [[στόλος]] SOPH le retour dans les foyers;<br /><b>2</b> expédition militaire (par terre <i>ou</i> par eau);<br /><b>II.</b> troupe équipée et prête à se mettre en marche, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> armée;<br /><b>2</b> flotte;<br /><b>3</b> troupe, <i>en gén.</i> foule d’hommes, peuple;<br /><b>4</b> train, suite;<br /><b>III.</b> appendice saillant, <i>particul.</i> pièce garnie de fer qui émerge entre l’éperon ([[ἔμβολον]]) du vaisseau et la [[παρεμβολίς]] ; <i>ou en gén.</i> κωπήρη στόλον ESCHL appareil de rames.<br />'''Étymologie:''' [[στέλλω]].
}}
}}