στόλος

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στόλος Medium diacritics: στόλος Low diacritics: στόλος Capitals: ΣΤΟΛΟΣ
Transliteration A: stólos Transliteration B: stolos Transliteration C: stolos Beta Code: sto/los

English (LSJ)

ὁ, (στέλλω)
A equipment, esp. for warlike purposes, expedition by land or (more frequently) sea, freq. in Hdt.; στόλον.. οὐκέτι κατὰ θάλασσαν στείλαντες ἀλλὰ κατ' ἤπειρον 5.64; freq. followed by ἐπί c. acc., ὁ ἐπ' Αἰθίοπας στόλος 3.25; ἐπὶ Λιβύην στρατιῆς μέγας στόλος 4.145; ἐλέγετο ὁ στόλος εἶναι εἰς Πισίδας X.An.3.1.9; ὁ πρὸς Ἴλιον στόλος S.Ph.247; οὔτε τοῦ πρώτου στόλου ib.73; λεκτὸν ἀροῦμεν στόλον A.Pers.795, cf. E. Hec.1141; τεθριπποβάμων στόλος an equipage with four horses, Id.Or. 989 (lyr.).
2 generally, journey or (oftener) voyage, ὁ οἴκαδε στόλος S.Ph.499; οὔ μοι μακρὸς εἰς Οἴτην σ. ib.490; στόλον ποιεῖσθαι X.An.1.3.16; πλεῦσαι S.Ph.1037; ἰδίῳ στόλῳ in a journey privately undertaken, on one's own account, opp. δημοσίῳ στόλῳ, Hdt.5.63, cf. Th.8.9; κοινῷ στόλῳ Hdt.6.39; ἐλευθέρῳ στόλῳ with free course, Pi.P.8.98; πατρῷον στόλον (acc. cogn.) ἑσπόμην by my father's sending, S.Tr.562.
b the purpose of a journey or cause of a journey, mission, errand, Id.OC358; τίνι σ. προσέσχες..; πόθεν πλέων; where Neoptolemus answers ἐξ Ἰλίου.. ναυστολῶ, Id.Ph.244; ὁ δὲ σ. νῷν ἐστι παρὰ τὸν Τηρέα Ar.Av.46: metaph., τρίτος ἡμῖν σ. ἐστὶ τοῦ λόγου ἐπὶ τὴν τέχνην D.H.Rh.11.9.
c equipment in concrete sense, πραθέντος τοῦ στόλου εἰς βασίλεια IPE12.32A45 (Olbia, iii B.C.); ἱερὸς στόλος sacred vestments, Milet.1(7).209 (iii A.D.).
3 armament, army, τὸν ἑπτάλογχον στόλον, of the Seven against Thebes, S.OC1305, cf. Tr.226,496, etc.; seaforce, fleet, Hdt.5.43; στόλος χιλιοναύτης, of the expedition against Troy, A.Ag.45 (anap.), cf. 577; ναυβάτῃ στόλῳ S.Ph.270; οὐ πολλῷ στόλῳ, i.e. in one ship, ib.547, cf. 561; νεῶν στόλος Th.1.31; στόλον ἀγείρειν ib. 9; συναγείρειν Hdt.1.4; καταλύειν Id.7.16.β: generally, party, band, troop, freq. in A.Supp., 28 (anap.), 187, al.; παίδων, γυναικῶν, καὶ σ. πρεσβυτίδων Id.Eu.1027, cf. 856 (pl.); νοσεῖ δέ μοι πρόπας σ. all the people, S.OT170 (lyr.); guild, ὁ στόλος τῶν σωληνοκεντῶν OGI756.5 (Milet.).
4 παγκρατίου στόλος, periphrasis for παγκράτιον, Pi.N.3.17; λόγου στόλος a set narrative, Emp.17.26.
II appendage, excrescence, στόλος ὀμφαλώδης Arist.GA752b6; stump of the tail, in animals, Id.PA 658a33; σμικροῦ γ' ἕνεκεν [κέρκου] ἔχουσί τινα στόλον ib.689b5.
2 a ship's prow, Pi.P.2.62; plated with brass, χαλκήρης στόλος A.Pers. 408, cf. E.IT1135 (lyr.), Trag.Adesp.272 (pl.); δώδεκα στόλοι ναῶν f.l. for δωδεκάστολοι νᾶες, Ps.-E.IA277 (lyr.); δρυοπαγὴς στόλος = πάσσαλος, S.Fr.702.

German (Pape)

[Seite 946] ὁ, 1) Rüstung, bes. kriegerische Rüstung, Kriegszug zu Lande u. zu Wasser; oft bei Her.: κατ' ἤπειρον, κατὰ θάλασσαν, 5, 64; ἐπί τινα, 3, 25. 4, 145 u. sonst; εὐσταλῆ καὶ λεκτὸν ἀροῦμεν στόλον, Aesch. Pers. 781; Ag. 563; zur See, Pers. 392; στόλον Ἀργείων χιλιοναύταν, Ag. 45; Soph. κατέσχον δεῦρο ναυβάτῃ στόλῳ, Phil. 270, vgl. 557; κατ' ἀρχὴν τοῦ πρὸς Ἴλιον στόλου, 247; Φρυγῶν ἐς αἶαν αὖθις αἴροιεν στόλον, Eur. Hec. 1141; u. in Prosa, Thuc. 1, 9. 10 u. sonst; Περσικός, Plat. Legg. I, 642 e, u. öfter; übh. Sendung, Zug, Gang, εὐανθέα ἀναβάσομαι στόλον, Pind. P. 2, 62; auch Aufzug, Festzug, Procession, 8, 98 N. 3, 17; ὁ δὲ στόλος νῷν ἐστι παρὰ τὸν Τηρέα, Ar. Av. 46, wir gehen zum Tereus; – das Ausziehende, Ausgesendete selbst, das Landheer, Her. 5, 64, häufiger Seemacht, Flotte, 1, 4. 5, 43; en Cyr. 3, 1, 19 u. sonst; ein Zug von Menschen, eine Schaar, παρ' ἀνδρῶν καὶ γυναικείων στόλων, Aesch.Eum. 818; λόχος παίδων, γυναικῶν καὶ στόλος πρεσβυτίδων, 981, n. öfter in Suppl.; πλέων γὰρ οὐ πολλῷ στόλῳ, Soph. Phil. 543, d. i. mit einem Schiffe; τὸν ἑπτάλογχον ἐς Θήβας στόλον ἀγείρας, O. C. 1307; und das ganze Volk, O. R. 169; χιλίων ναῶν στόλον συνήγαγε, Eur. I. T. 10. – Auch der Grund, die Veranlassung zu einem Zuge, ἰδίῳ στόλῳ, auf eigenen Antrieb, Her. 5, 63, eigtl. eine in Privatangelegenheiten unternommene Reise, wie κοινὸς στόλος gemeinsamer Antrieb zur Reise, 6, 39, wie man Soph. Phil. τίνι στόλῳ προσέσχες τήνδε γῆν erklärt, im Vergleich mit O. R 359 τίς σ' ἐξῆρεν οἴκοθεν στόλος; wo auch mehr nach dem Grunde der Fahrt gefragt wird. = Am Schiffe der vorn vorragende Teil, Schiffsschnabel, dessen höchstes Ende ἀκροστόλιον hieß, ναῦς ἐν νηῒ χαλκήρη στόλον ἔπαισεν, Aesch. Pers. 400; ἔθραυον πάντα κωπήρη στόλον, 408; Eur. I. T. 11, 33; vgl. Schol. Ap. Rh. 1, 1089; aus Soph. frg. 629 führt Hesych. δρυοπαγῆ στόλον, τὸν πάσσαλον an. – Übh. Stiel, Stengel, κέρκος μικρὸν στόλον ἔχουσα, einen Schwanz mit einem kurzen Stiel, Arist. part. anim 2, 14; gen. an. 3, 2. – 2) das Ausrüsten, Ankleiden, Ausschmücken, wie στολή, Eur. Suppl. 1055.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
I. action de se préparer pour une marche ; action d'aller, de se mettre en marche, particul. :
1 trajet, voyage : πάλιν τὸν στόλον ποιεῖσθαι XÉN reprendre (continuer) l'expédition ; ὁ οἴκαδε στόλος SOPH le retour dans les foyers;
2 expédition militaire (par terre ou par eau);
II. troupe équipée et prête à se mettre en marche, particul. :
1 armée;
2 flotte;
3 troupe, en gén. foule d'hommes, peuple;
4 train, suite;
III. appendice saillant, particul. pièce garnie de fer qui émerge entre l'éperon (ἔμβολον) du vaisseau et la παρεμβολίς ; ou en gén. κωπήρη στόλον ESCHL appareil de rames.
Étymologie: στέλλω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στόλος -ου, ὁ [στέλλω] reis, tocht vooral milit. expeditie, veldtocht:. ὁ ἐπ’ Αἰθίοπας σ. de expeditie tegen de Ethiopiërs Hdt. 3.26.1; στρατιῆς σ. legerexpeditie Hdt. 4.145.1; ὁ πρὸς Ἴλιον σ. de expeditie tegen Troje Soph. Ph. 247; στόλον καταλύειν een expeditie afblazen Hdt. 7.16.β 1. alg., over land of over zee reis:; ὁ οἴκαδε σ. de reis naar huis Soph. Ph. 499; στόλον πλεῦσαι een zeereis maken Soph. Ph. 1037; ὅκως ἔλθοιεν Σπαρτιητέων ἄνδρες εἴτε ἰδίῳ στόλῳ εἴτε δημοσίῳ telkens wanneer er mannen uit Sparta kwamen, ofwel op eigen gelegenheid ofwel van staatswege Hdt. 5.63.1; ὁ … σ. νῷν ἐστι παρὰ τὸν Τηρέα onze missie gaat naar Tereus Aristoph. Av. 46; overdr.. λόγου σ. de gang van het betoog Emp. B 17.26. groep milit. krijgsmacht, leger:; στόλον αἴρειν een krijgsmacht op de been brengen; τὸν ἑπτάλογχον στόλον het leger van de zeven speren (d.w.z. met zeven afdelingen) Soph. OC 1305; vloot:; νεῶν σ. een vloot schepen Thuc. 1.31.1; ook zonder νεῶν:. στόλον (συν)ἀγείρειν een vloot bijeenbrengen. alg. groep, menigte, meestal in beweging:. σ. πρεσβυτίδων een menigte oude vrouwen Aeschl. Eum. 1027; σὺν πολλῷ στόλῳ met een groot gezelschap Soph. Tr. 496; πρόπας σ. het hele volk Soph. OT 170. concr. uitrusting:; τεθριπποβάμονι στόλῳ met een equipage van een wagen met vier paarden Eur. Or. 990; voorsteven (van een schip).

Russian (Dvoretsky)

στόλος:
1 военная экспедиция, поход (κατὰ θάλασσαν Her.; Φρυγῶν ἐς αἶαν Eur.): ὁ πρὸς Ἴλιον σ. Soph. поход на Илион;
2 путешествие, поездка (πλεῦσαι τὸν στόλον Soph.; εἴτε ἰδίῳ στόλῳ εἴτε δημοσίῳ χρᾶσθαι Her.): τεθριπποβάμων σ. Eur. езда на четырехконной колеснице; πάλιν τὸν στόλον ποιεῖσθαι Xen. совершать обратный путь; ὁ οἴκαδε σ. Soph. возвращение домой;
3 путь, направление (τίνι στόλῳ προσέσχες τήνδε γῆν; Soph.);
4 свита, сопровождение (σὺν πολλῷ στόλῳ Soph.);
5 вооруженные силы, войско: στόλον στέλλειν Her. снаряжать войско;
6 флот (νεῶν σ. Thuc.): σ. χιλιοναύτης Aesch. флот из тысячи кораблей;
7 толпа, масса (παίδων, πρεσβυτίδων Aesch.): πρόπας σ. Soph. весь народ; λόγων σ. Emped. рой слов, т. е. речи; κωπήρης σ. Aesch. ряды весел;
8 придаток, отросток (ὀμφαλώδης Arst.);
9 стебель, стержень (κέρκου Arst.);
10 (= ἔμβολον) острый конец корабельного носа (χαλκήρης Aesch.).

English (Slater)

στόλος voyage εὐανθέα δ' ἀναβάσομαι στόλον ἀμφ ἀρετᾷ κελαδέων (of the garland crowned ship of the victor returning to Sicily) (P. 2.62) met., course, Αἴγινα φίλα μᾶτερ, ἐλευθέρῳ στόλῳ πόλιν τάνδε κόμιζε (P. 8.98) ἐν περισθενεῖ μαλαχθεὶς παγκρατίου στόλῳ (N. 3.17)

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
σύνολο πολεμικών πλοίων, ναυτική δύναμη, αρμάδα (α. «ο υδραίικος στόλος του 1821» β. «ο ελληνικός στόλος» γ. «στόλος χιλιοναύτης», Αισχύλ.
δ. «νεών στόλος», Θουκ.)
νεοελλ.
φρ. «εμπορικός στόλος» — ομάδα εμπορικών ή επιβατηγών πλοίων ή το σύνολο τών πλοίων μιας εταιρείας ή μιας χώρας
αρχ.
1. προετοιμασία για πόλεμο, εκστρατεία στην ξηρά ή στη θάλασσα (α. «ἐλέγετο ὁ στόλος εἶναι εἰς Πισίδας», Ξεν.
β. «ὁ πρὸς Ἴλιον στόλος», Σοφ.
γ. «στόλον... οὐκέτι κατὰ θάλασσαν στείλαντες, ἀλλὰ κατ' ἤπειρον», Ηρόδ.)
2. ταξίδι, αποστολή (α. «τρίτον στόλον ἡ ναῦς... στέλλεται», Συνέσ.
β. «οὔ μοι μακρὸς εἰς Οἴτην στόλος», Σοφ.)
3. σκοπός ταξιδιού ή αποστολής («τίς σ' ἐξῆρεν οἴκοθεν στόλος;», Σοφ.)
4. στρατιά, στρατός («ἑπτάλογχον στόλον», Σοφ.)
5. στολισμός, ιματισμός («πραθέντος τοῦ στόλου εἰς βασίλεια», επιγρ.)
6. ομάδα ή πλήθος ανθρώπων
7. έκφυμα, εξόγκωμα («στόλον μικρὸν ὀμφαλώδη», Αριστοτ.)
8. συντεχνίαστόλος σωληνοκεντῶν», επιγρ.)
9. το στέλεχος της ουράς τών ζώων
10. έμβολο πλοίου που απολήγει στο ακροστόλιο («εὐθὺς δὲ ναῦς ἐν νηὶ χαλκήρη στόλον ἔπαισεν», Αισχύλ.)
11. φρ. α) «στόλος παγκρατίου» — το παγκράτιο (Πίνδ.)
β) «στόλος λόγου» — διήγηση (Εμπ.)
γ) «θηλυγενής στόλος» — ομάδα γυναικών (Αισχύλ.)
δ) «πρόπας στόλος» — όλος ο λαός (Σοφ.)
ε) «δρυοπαγής στόλος» — πάσσαλος (Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα στολ- του ρ. στέλλω (για τις σημ. της λ. στόλος, βλ. λ. στέλλω)].

Greek Monotonic

στόλος: ὁ (στέλλω),·
I. 1. εφοδιασμός, εξοπλισμός για πολεμικούς σκοπούς, εκστρατεία από ξηρά ή θάλασσα, σε Ηρόδ., Τραγ. κ.λπ.· τεθριπποβάμων στόλος, εφοδιοπομπή με τέθριππο, με τέσσερις ίππους, σε Ευρ.
2. γενικά, οδοιπορία ή ταξίδι, σε Σοφ. κ.λπ.· ἰδίῳ στόλῳ, ταξιδεύοντας με δική μου πρωτοβουλία, αντίθ. προς το δημοσίῳ ή κοινῷ στόλῳ, (εκπροσωπώντας την πόλη), σε Ηρόδ., Θουκ.
3. σκοπός ή αιτία ενός ταξιδιού, αποστολή, θέλημα, υπηρεσία που έχει ανατεθεί σε κάποιον, σε Σοφ., Αριστοφ.
4. οπλισμός, εξοπλισμός, στρατιά ή θαλάσσια δύναμη, στόλος, σε Αττ.· οὐ πολλῷ στόλῳ, δηλ. με ένα μόνον πλοίο, σε Σοφ.· πρόπας στόλος, όλος ο λαός, στον ίδ.
5. παγκρατίου στόλος, περίφρ. αντί παγκράτιον, σε Πίνδ.
II. ἔμβολον, έμβολο πλοίου, στον ίδ., σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

στόλος: ὁ, (στέλλω) παρασκευή, ἑτοιμασία, ἰδίως ἡ εἰς πόλεμον, ἐξοπλισμὸς καὶ ἐκστρατεία κατὰ γῆν ἢ (συνηθέστερον) κατὰ θάλασσαν, συχν. παρ’ Ἡρόδ., στόλον... οὐκέτι κατὰ θάλασσαν.., ἀλλὰ κατ’ ἤπειρον 5. 64· συχν. μετὰ τῆς ἐπὶ μετ’ αἰτ., ὀ ἐπ. Αἰθίοπας στ. 3. 25· ἐπὶ Λυβίην στρατιῆς μέγας στόλος 4. 145· ὡσαύτως, ὁ στ. αὐτόθι 73· στόλον αἴρειν Αἰσχύλ. Πέρσ. 795, Εὐρ. Ἑκ. 1141· τεθριποβάμων στ., παρασκευὴ καὶ συνοδεία μὲ τέθριππον, ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 989. 2) καθόλου, ὁδοιπορία ἢ (συχνότερον) ταξείδιον, Σοφ. Φιλ. 499. 2) καθόλου, ὁδοιπορία ἢ (συχνότερον) ταξείδιον, Σοφ. Φιλ. 499· οὔ μοι μακρὸς εἰς Οἴτην στ. αὐτόθι 490· στ. ποιεῖσθαι Ξεν. Ἀν. 1. 3, 16· πλεῦσαι Σοφ. Φιλ. 1037· ἰδίῳ στόλῳ, ταξειδεύων ἰδιαιτέρως, ἀναλαβὼν τὸ ταξείδιον τοῦτο μόνος, αὐτοβούλως, ἀντίθετον τῷ δημοσίῳ ἢ κοινῷ στ., Ἡρόδ. 5. 63., 6. 39, πρβλ. Θουκ. 8. 9· μεταφορ., εὐανθέα στ. ἀναβαίνειν Πινδ. Π. 2. 114· ἐλευθέρῳ στόλῳ, ἐλευθέρως πορευόμενος, αὐτόθι 8. 141· πατρῶον στόλον, ἐπιρρηματικῶς,πεμφθεὶς ὑπὸ τοῦ πατρός, Schäf. εἰς Σοφ. Τρ. 562. β) ὁ σκοπὸς ἢ ἡ αἰτία τοῦ ταξειδίου, ἀποστολή, Σοφ. Ο. Κ. 358· τινὶ στόλῳ προσέσχες.., πόθεν πλέων; πρὸς ὃ ὁ Νεοπτόλεμος ἀποκρίνεται, ἐξ Ἰλίου.. ναυστολῶ Σοφ. Φιλ. 244· ὁ δὲ στ. νῷν ἐστι παρὰ τὸν Τηρέα Ἀριστοφ. Ὄρν. 46. 3) ὁπλισμός, ἐξοπλισμός, στρατιά, Ἡρόδ. 5. 64· τὸ ἑπτάλογχον στ., ἐπὶ τῶν ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας, Σοφ. Ο. Κ. 1305, πρβλ. Τρ. 226, 496, κτλ.· - ἤ, θαλασσία δύναμις, στόλος πλοίων, Ἡρόδ. 1. 4., 5. 43· στ. χιλιοναύτης, ἐπὶ τῆς ἐναντίον τῆς Τροίας ἐκστρατείας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 45, πρβλ. 577· ναυβάτῃ στόλῳ Σοφ. Φιλ. 270· οὐ πολλῷ στόλῳ, δηλ. μὲ ἕν μόνον πλοῖον, αὐτόθι 547, πρβλ. 561· νεῶν στ. Θουκ. 1. 31· στ. ἀγείρειν αὐτόθι 9· συναγείρειν Ἡρόδ. 1. 4· ἀντίθετ. τῷ καταλύειν, ὁ αὐτ. 7. 16, 2· καθόλου, συνοδεία συμμορία, στρατός, συχν. ἐν ταῖς Ἱκέτισι τοῦ Αἰσχύλ., οἷον 2. 29· παίδων, γυναικῶν, πρεσβυτίδων ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 1027, πρβλ. 856· νοσεῖ δέ μοι πρόπας στόλος, ἅπαςλαός, Σοφ. Ο. Τ. 169. 4) παγκρατίου στ., περιφρ. ἀντὶ τοῦ παγκράτιον, Πινδ. Ν. 3. 27· στ. λόγων, διήγημα, Ἐμπεδ. 87. ΙΙ. παράρτημα, ἔκφυμα, στ. ὀμφαλώδης Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 2, 6· τὸ ὑπολειπόμενον μικρὸν τεμάχιον μετὰ τὴν ἐκτομὴν τῆς οὐρᾶς ἐν τοῖς ζῴοις, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 14, 5· σμικροῦ γ΄ ἕνεκεν [κέρκου] ἔχουσί τινα στόλον αὐτόθι 4. 10, 52. 2) = ἔμβολον, τὸ ἔμβολον πλοίου οὗ τὸ ἔσχατον ἄκρον ἐκαλεῖτο ἀκροστόλιον, Πινδ. Π. 2. 114· ἦτο δὲ κεκαλυμμένον διὰ πλακῶν χαλκοῦ, χαλκήρης στόλος Αἰσχύλ. Πέρσ. 408, πρβλ. Ἑρμην. εἰς Εὐρ. Ι. Τ. 1135· δώδεκα στόλοι ναῶν, ἀντὶ δώδεκα νᾶες, Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 277· δρυοπαγὴς στ. = πάσσαλος, Σοφ. (Ἀποσπ. 629) παρ’ Ἡσυχ.

Middle Liddell

στόλος, ὁ, στέλλω
I. an equipment for warlike purposes, an expedition by land or sea, Hdt., Trag., etc.; τεθριπποβάμων στ. an equipage with four horses, Eur.
2. generally, a journey or voyage, Soph., etc.; ἰδίῳ στόλῳ in a journey on one's own account, opp. to δημοσίῳ or κοινῷ στ. (on behalf of the state), Hdt., Thuc.
3. the purpose or cause of a journey, a mission, errand, Soph., Ar.
4. an armament, army, or, a sea-force, fleet, Attic; οὐ πολλῷ στόλῳ, i. e. in one ship, Soph.; πρόπας στόλος all the host, Soph.
5. παγκρατίου στ., periphrasis for παγκράτιον, Pind.
II. = ἔμβολον, a ship's beak, Pind., Aesch.

English (Woodhouse)

army, band, campaign, company, expedition, fleet, mission, troop, collection of people, division of an army, expedition by sea

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=ἑτοιμασία, ταξίδι, ἐξοπλισμός). Ἀπό τό στέλλω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Lexicon Thucydideum

militaris apparatus, exercitus missus, military force dispatched, 1.9.1, 1.10.1. 1.18.2, 1.26.3. 1.31.1, 3.94.1, 4.60.2, 6.31.3, 6.31.6. 6.33.4, 6.33.5, 6.91.1. 8.8.1, 8.8.18.9.1.

Translations

navy

Afrikaans: vloot; Arabic: بَحْرِيَّة; Hijazi Arabic: بَحْرِيَّة; Armenian: ռազմածովային նավատորմ; Asturian: marina, mariña; Azerbaijani: hərbi dəniz qüvvələri; Basque: itsas armada; Belarusian: ваенна-марскі́я сі́лы, ваенна-марскі́ флот, флот; Bulgarian: военноморски сили, флота; Burmese: ရေတပ်; Catalan: marina; Chinese Cantonese: 海軍, 海军; Hokkien: 海軍, 海军; Mandarin: 海軍, 海军; Czech: námořnictvo; Danish: flåde, marine; Dutch: zeemacht, vloot, marine; Esperanto: mararmeo, militŝiparo; Estonian: merevägi; Finnish: laivasto, merivoimat; French: force navale, flotte, marine; Galician: mariña; Georgian: სამხედრო-საზღვაო ძალები, საზღვაო ძალები, ფლოტი; German: Marine, Flotte, Seestreitkräfte; Greek: ναυτικό, στόλος; Ancient Greek: ναυβάτης στόλος, ναυτικόν, ναυτικὸν στράτευμα, ναυτικὸς στρατός, νεῶν στόλος, νῆες, στόλος, στράτευμα ναυτικόν, στρατὸς ναυβάτας, στρατὸς ναυτικός, στρατὸς νηΐτης, τὸ ναυτικόν; Hebrew: חֵיל יָם; Hindi: नौसेना, नाविकदल, जलसेना, समुद्री सेना; Hungarian: haditengerészet; Icelandic: sjóher, floti; Indonesian: angkatan laut, marinir; Irish: cabhlach, loingeas; Italian: marina, marina militare, flotta; Japanese: 海軍, 艦隊, ネイヴィー; Khmer: កងទ័ពជើងទឹក; Korean: 해군(海軍), 함대; Lao: ກອງທັບເຮືອ; Latin: classis; Latvian: kara flote; Lithuanian: karo laivynas; Macedonian: морнарица; Malay: tentera laut; Maori: tauā moana; Norman: marinne; Norwegian Bokmål: flåte, marine; Nynorsk: flote, marine; Old English: sċiphere; Pali: nāvikasenā; Persian: نیروی دریایی, نیروی دریایی; Polish: marynarka; Portuguese: marinha; Romanian: marină, flotă, forță navală, marină militară; Russian: военно-морской флот, ВМФ, военно-морские силы, ВМС, флот; Scottish Gaelic: cabhlach; Serbo-Croatian Cyrillic: морна̀рица; Roman: mornàrica; Slovak: vojnové loďstvo, námorníctvo; Slovene: mornarica; Spanish: marina, armada; Swedish: flotta, marin; Tagalog: hukbong-dagat; Tamil: கடற்படை; Telugu: నావికాదళం; Thai: กองทัพเรือ, ทัพเรือ, นาวี; Turkish: donanma, bahriye; Ukrainian: флот, військово-морський флот, ВМФ; Urdu: بحریہ; Vietnamese: hải quân; Yiddish: פֿלאָט