φιλόψογος: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_18)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλόψογος''': -ον, ὁ φιλῶν νὰ ψέγῃ, νὰ εὑρίσκῃ ἐλαττώματα, Εὐρ. Φοίν. 198, Ἠλ. 904, Πλάτ. Πρωτ. 346C. Ἐπίρρ. -γως, [[Πολυδ]]. Γ΄, 139.
|lstext='''φῐλόψογος''': -ον, ὁ φιλῶν νὰ ψέγῃ, νὰ εὑρίσκῃ ἐλαττώματα, Εὐρ. Φοίν. 198, Ἠλ. 904, Πλάτ. Πρωτ. 346C. Ἐπίρρ. -γως, [[Πολυδ]]. Γ΄, 139.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui aime à blâmer.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[ψέγω]].
}}
}}