φιλόψογος

From LSJ

ἡ δὲ φύσις φεύγει τὸ ἄπειρον· τὸ μὲν γὰρ ἄπειρον ἀτελές, ἡ δὲ φύσις ἀεὶ ζητεῖ τέλοςnature, however, avoids what is infinite, because the infinite lacks completion and finality, whereas this is what Nature always seeks

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόψογος Medium diacritics: φιλόψογος Low diacritics: φιλόψογος Capitals: ΦΙΛΟΨΟΓΟΣ
Transliteration A: philópsogos Transliteration B: philopsogos Transliteration C: filopsogos Beta Code: filo/yogos

English (LSJ)

φιλόψογον, censorious, E.Ph.198, El.904, Pl.Prt. 346c, Eus.Mynd.1. Adv. φιλοψόγως Poll.3.139.

German (Pape)

[Seite 1289] gern tadelnd, tadelsüchtig; πόλις Eur. El. 904; Phoen. 206; Plat. Prot. 346 c. – Adv. φιλοψόγως, Poll. 3, 139.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime à blâmer.
Étymologie: φίλος, ψέγω.

Russian (Dvoretsky)

φιλόψογος: любящий порицать, придирчивый или злоречивый Eur., Plat.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόψογος: -ον, ὁ φιλῶν νὰ ψέγῃ, νὰ εὑρίσκῃ ἐλαττώματα, Εὐρ. Φοίν. 198, Ἠλ. 904, Πλάτ. Πρωτ. 346C. Ἐπίρρ. -γως, Πολυδ. Γ΄, 139.

Greek Monolingual

-η, -ο / φιλόψογος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που του αρέσει να ψέγει, φιλοκατήγορος («οὐ διὰ ταῡτά σε ψέγω ὅτι εἰμὶ φιλόψογος», Πλάτ.).
επίρρ...
φιλοψόγως Α
κατά τρόπο φιλόψογο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ψόγος (< ψέγω), πρβλ. κακό-ψογος].

Greek Monotonic

φῐλόψογος: -ον, αυτός που αγαπά να κατηγορεί, επικριτικός, σε Ευρ., Πλάτ.

Middle Liddell

φῐλό-ψογος, ον,
fond of blame, censorious, Eur., Plat.

English (Woodhouse)

censorious

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)