συνέμπορος: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_15)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνέμπορος''': ὁ, ἡ, συνοδοιπόρος, συνταξιδιώτης, [[σύντροφος]], [[θεράπων]] ἢ [[ἀκόλουθος]], Αἰσχύλ. Χο. 208, 713, Σοφ. Τρ. 318. Φιλ. 542· [[μετὰ]] γεν. προσ., οἱ ξ. [[σέθεν]] Αἰσχύλ. Ἱκ. 939· ἀντίθετον τῷ ἡγεμὼν ([[ὁδηγός]]), Πλάτ. Φαίδων 108Β· [[μετὰ]] δοτ., ξυνεμπόρους ἐμοὶ Εὐρ. Βάκχ. 57, πρβλ. Ἑλ. 1538. 2) μεταφορ., [[λύπη]] δ’ ἄμισθός ἐστί σοι ξ. Αἰσχύλ. Χο. 733· [[μετὰ]] γεν. πράγμ., συν. χορείας, [[μέτοχος]], λαμβάνων [[μέρος]] εἰς..., Ἀριστοφ. Βάτρ. 396· σ. ἀνέρι κέρδους, [[μέτοχος]] τοῦ κέρδους, Ἀνθ. Π. 9. 415.
|lstext='''συνέμπορος''': ὁ, ἡ, συνοδοιπόρος, συνταξιδιώτης, [[σύντροφος]], [[θεράπων]] ἢ [[ἀκόλουθος]], Αἰσχύλ. Χο. 208, 713, Σοφ. Τρ. 318. Φιλ. 542· [[μετὰ]] γεν. προσ., οἱ ξ. [[σέθεν]] Αἰσχύλ. Ἱκ. 939· ἀντίθετον τῷ ἡγεμὼν ([[ὁδηγός]]), Πλάτ. Φαίδων 108Β· [[μετὰ]] δοτ., ξυνεμπόρους ἐμοὶ Εὐρ. Βάκχ. 57, πρβλ. Ἑλ. 1538. 2) μεταφορ., [[λύπη]] δ’ ἄμισθός ἐστί σοι ξ. Αἰσχύλ. Χο. 733· [[μετὰ]] γεν. πράγμ., συν. χορείας, [[μέτοχος]], λαμβάνων [[μέρος]] εἰς..., Ἀριστοφ. Βάτρ. 396· σ. ἀνέρι κέρδους, [[μέτοχος]] τοῦ κέρδους, Ἀνθ. Π. 9. 415.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />compagnon de voyage, compagnon.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἔμπορος]].
}}
}}