ἁβρόπους: Difference between revisions

From LSJ
(6_14)
 
(big3_1)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁβρόπους''': ὁ ἁβροὺς ἔχων πόδας, ὁ περιπατῶν ἁβρῶς, «Λεσβίδες, ἁβροπόδων βήμαθ’ ἑλισσόμεναι», Ἰακωψ. Ἀνθ. Παλ. Δ. 227· αἱ νεώτεραι ἐκδόσεις ἔχουσιν, «ἁβρὰ ποδών βήματα».
|lstext='''ἁβρόπους''': ὁ ἁβροὺς ἔχων πόδας, ὁ περιπατῶν ἁβρῶς, «Λεσβίδες, ἁβροπόδων βήμαθ’ ἑλισσόμεναι», Ἰακωψ. Ἀνθ. Παλ. Δ. 227· αἱ νεώτεραι ἐκδόσεις ἔχουσιν, «ἁβρὰ ποδών βήματα».
}}
{{DGE
|dgtxt=-ποδος<br />[[de andar liviano]], [[que apenas rozan sus pies el suelo]] Hsch.s.u. σαυκρόποδες.
}}
}}

Latest revision as of 11:43, 21 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

ἁβρόπους: ὁ ἁβροὺς ἔχων πόδας, ὁ περιπατῶν ἁβρῶς, «Λεσβίδες, ἁβροπόδων βήμαθ’ ἑλισσόμεναι», Ἰακωψ. Ἀνθ. Παλ. Δ. 227· αἱ νεώτεραι ἐκδόσεις ἔχουσιν, «ἁβρὰ ποδών βήματα».

Spanish (DGE)

-ποδος
de andar liviano, que apenas rozan sus pies el suelo Hsch.s.u. σαυκρόποδες.